στα πεταχτά

  • 1πεταχτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με πέταγμα, με ρίψη 2. ζωηρός, ευκίνητος 3. το θηλ. ως ουσ. η πεταχτή η πεταχτάρα 4. το ουδ. ως ουσ. το πεταχτό το πρώτο χοντρό κονίαμα πάνω σε κατασκευαζόμενο τοίχο 3. φρ. «στα πεταχτά» α) βιαστικά, γρήγορα («έγραψα… …

    Dictionary of Greek

  • 2σπανάκι — Μονοετές λαχανικό της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονική ονομασία σ. το λαχανώδες. Κατάγεται από την Ασία και ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες. Στην Ευρώπη άλλωστε έγινε γνωστό περίπου το 1000 μ.Χ. Από τότε, η… …

    Dictionary of Greek

  • 3φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …

    Dictionary of Greek

  • 4επίτροχος — ἐπίτροχος, ον (AM) [τροχός] μσν. αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.) 2. γρήγορος, γοργός 3. (για λόγο) αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 5επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… …

    Dictionary of Greek

  • 6επιτροχάδην — (AM ἐπιτροχάδην) [τροχάδην] επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην …

    Dictionary of Greek

  • 7σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… …

    Dictionary of Greek

  • 8συνδιωκομένως — Α επίρρ. βιαστικά, γρήγορα, στα πεταχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδιωκόμενος, μτχ. ενεστ. τού συνδιώκομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] …

    Dictionary of Greek