σπανια
1σπανία — σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2σπανίᾳ — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) …
3σπανία — ἡ, Α [σπάνιος] σπανιότητα, σπάνις …
4σπάνια — σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl …
5σπανίας — σπανίᾱς , σπάνιος rare fem acc pl σπανίᾱς , σπάνιος rare fem gen sg (attic doric aeolic) σπανίᾱς , σπανία fem acc pl σπανίᾱς , σπανία fem gen sg (attic doric aeolic) …
6σπανίαι — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) …
7σπανίαν — σπανίᾱν , σπάνιος rare fem acc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱν , σπανία fem acc sg (attic doric aeolic) …
8σπάνι' — σπάνια , σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl σπάνιε , σπάνιος rare masc voc sg σπάνιαι , σπάνιος rare fem nom/voc pl σπάνιι , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) σπάνιε , σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic… …
9κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… …
10κρυπτοκοκκίαση — Σπάνια χρόνια και διάχυτη νόσος, που προκαλείται από τον μύκητα Cryptococcus neoformans. Προκαλεί αναπνευστική λοίμωξη, η οποία μπορεί να περάσει απαρατήρητη μέχρι να προσβάλλει η νόσος το κεντρικό νευρικό σύστημα και να προκαλέσει μηνιγγίτιδα. * …