σκοτώνω

  • 1σκοτώνω — σκοτώνω, σκότωσα βλ. πίν. 3 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 3σκοτώνω — σκότωσα, σκοτώθηκα, σκοτωμένος 1. θανατώνω κάποιον: Σκότωσε ο τύραννος όλους τους αντιπάλους του. – Σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. 2. ταλαιπωρώ ψυχικά κάποιον: Αυτή η πράξη του γιου του τον σκότωσε. 3. εξαντλώ κάποιον: Το αφεντικό μάς σκότωσε στη… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4αδικοσκοτώνω — σκοτώνω κάποιον άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + σκοτώνω] …

    Dictionary of Greek

  • 5αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …

    Dictionary of Greek

  • 6Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …

    Wikipédia en Français

  • 7Liste swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …

    Wikipédia en Français

  • 8βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 9εναποκτείνω — ἐναποκτείνω (AM) μσν. σκοτώνω επί τόπου αρχ. σκοτώνω μέσα σε κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 10επαναιρώ — ἐπαναιρῶ, έω (AM) μέσ. επανεκλέγω ή απλώς εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) βγάζω από τη μέση, σκοτώνω κάποιον ή κάτι 2. σκοτώνω κάποιον μαζί ή μετά από άλλον 3. μέσ. αναλαμβάνω, αποδέχομαι («βαρὺν πόλεμον καὶ ἄσπονδον… …

    Dictionary of Greek