σκορπίζω
101ἐσκόρπιζες — σκορπίζω scatter imperf ind act 2nd sg …
102ἐσκόρπικα — σκορπίζω scatter perf ind act 1st sg …
103ἐσκόρπισα — σκορπίζω scatter aor ind act 1st sg …
104ἐσκόρπισαν — σκορπίζω scatter aor ind act 3rd pl …
105ἐσκόρπισας — σκορπίζω scatter aor ind act 2nd sg …
106ἐσκόρπισε — σκορπίζω scatter aor ind act 3rd sg …
107ἐσκόρπισεν — σκορπίζω scatter aor ind act 3rd sg …
108ἐσκόρπισται — σκορπίζω scatter perf ind mp 3rd sg …
109σκορπάω — (σπάν. σκορπώ), σκόρπισα βλ. πίν. 70 και πρβλ. σκορπίζω Σημειώσεις: σκορπίζω, σκορπάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, εφόσον υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω, επικρατεί ο αόριστος σε ισα. Το σκορπίζω έχει και παθητική αξία → διαλύομαι… …
110σκορπίσει — σκόρπισις reduction to powder fem nom/voc/acc dual (attic epic) σκορπίσεϊ , σκόρπισις reduction to powder fem dat sg (epic) σκόρπισις reduction to powder fem dat sg (attic ionic) σκορπίζω scatter aor subj act 3rd sg (epic) σκορπίζω scatter fut… …