σκοπεύω
1σκοπεύω — σκοπεύω, σκόπευσα βλ. πίν. 19 …
2σκοπεύω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθορίζω τη θέση ενός σημείου ή ενός αντικειμένου με τη βοήθεια οπτικού οργάνου, διοπτεύω 2. εκτελώ σκόπευση, κατευθύνω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου προς έναν στόχο, σημαδεύω 3. μτφ. έχω σκοπό να κάνω κάτι, προτίθεμαι να πράξω κάτι …
3σκοπεύω — σκόπευσα 1. κατευθύνω τη βολή προς κάποιο στόχο. 2. έχω σκοπό να κάνω κάτι: Ο υπουργός σκοπεύει να παραιτηθεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σκοπεύσω — σκοπεύω aor subj act 1st sg σκοπεύω fut ind act 1st sg σκοπεύω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
5σκοπεύει — σκοπεύω pres ind mp 2nd sg σκοπεύω pres ind act 3rd sg …
6σκοπεύοντα — σκοπεύω pres part act neut nom/voc/acc pl σκοπεύω pres part act masc acc sg …
7σκοπεύοντι — σκοπεύω pres part act masc/neut dat sg σκοπεύω pres ind act 3rd pl (doric) …
8σκοπεύουσι — σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
9σκοπεύουσιν — σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
10σκοπεύσατε — σκοπεύω aor imperat act 2nd pl σκοπεύω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …