σκειρων
1Σκείρων — masc nom/voc sg …
2Σκείρων — ωνος, ο, ΝΑ βλ. Σκίρων …
3Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας …
4Σκείρωνα — Σκείρων masc acc sg …
5Σκείρωνες — Σκείρων masc nom/voc pl …
6Σκείρωνι — Σκείρων masc dat sg …
7Σκείρωνος — Σκείρων masc gen sg …
8СКИРОН — • Sciron, Σκίρων, Σκείρων, 1. см. Theseus, Тесей; 2. сын Пила (Πύλας), правнук Лелега, супруг дочери Пандиона, вследствие чего он оспаривал владычество над Мегарой у сына Пандиона, Ниса. Эак, как посредник, присудил Нису …
9Скирон — Тесей, убивающий Скирона, V в до н. э. Скирон (др. греч …
10Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… …
- 1
- 2