σηκώνομαι

  • 1σηκώνομαι — σηκώνομαι, σηκώθηκα, σηκωμένος βλ. πίν. 4 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …

    Dictionary of Greek

  • 3ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 4επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… …

    Dictionary of Greek

  • 5γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 6μετεγείρομαι — και μετέγρομαι (Α) 1. εγείρομαι, σηκώνομαι από τον ύπνο, ξυπνώ 2. πιθ. σηκώνομαι για να καταδιώξω κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 7προανίστημι — Α [ἀνίστημι] 1. ανεγείρω κάτι προηγουμένως («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», Ιώσ.) 2. μέσ. προανίσταμαι α) παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», Ιώσ.) β) ξεκινώ σε αγώνα δρόμου πριν από… …

    Dictionary of Greek

  • 8προσδιανίσταμαι — Α 1. σηκώνομαι και στέκομαι κοντά σε κάποιον 2. μτφ. επαγρυπνώ ακόμη κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διανίσταμαι «ανορθώνομαι, σηκώνομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 9προσεξανίσταμαι — Α [ἐξανίσταμαι] 1. σηκώνομαι μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προσερπύσας καὶ λαβόμενος τοῡ ἱματίου ταῑς χερσὶ καὶ προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα», Πλούτ.) 2. σηκώνομαι για να συναντήσω κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 10συνεπορθρίζω — Μ σηκώνομαι πρωί απ το κρεβάτι κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπορθρίζω «σηκώνομαι πρωί»] …

    Dictionary of Greek