-
1 ясный
επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•-ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•
ясный свет λαμπερό φως.
|| στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. αίθριος, ξάστερος•-ое небо αίθριος ουρανός•
-ая погода ξαστεριά.
|| διαυγής, διαφανής, καθαρός•ясный воздух καθαρός αέρας.
3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•-ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.
4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•-ая дикция καθαρή προφορά•
ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.
|| πειστικός•-ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.
|| σαφής•ясный ответ σαφής απάντηση•
-ое понятие σαφής έννοια.
5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•-ое намерение φανερή πρόθεση.
εκφρ.- ое дело – φανερή υπόθεση•ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα. -
2 отчётливый
-
3 явный
-
4 ясный
ясный καθαρός, φανερός· σαφής (чёткий)' \ясныйая погода η καλοκαιριά; \ясныйое небо о καθαρός ουρανός* * *καθαρός, φανερός; σαφής ( чёткий)я́сная пого́да — η καλοκαιριά
я́сное не́бо — ο καθαρός ουρανός
-
5 четкий
чет||кийприл ἀκριβής (точный)/ σαφής, καθαρός, εὐκρινής (ясный, отчетливый)/ εὐανάγνωστος (о почерке и т. п.):\четкийкие движения οἱ ἀκριβείς κινήσεις· \четкий \четкий шаг τό ρυθμικό βήμα· \четкийкая речь ἡ καθαρή ὁμιλία· \четкийкое изложение ἡ σαφής Αφήγηση· \четкийкая работа ἡ καθαρή δουλειά. -
6 отчётливый
επ., βρ: -лив, -а, -оσαφής, διαυγής, εναργής, ευκρινής, ευδιάκριτος, καθαρός, λαγαρός•-об произношение καθαρή προφορά•
отчётливый почерк ευανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας•
-ая мысль λαγαρή σκέψη•
-ые оттиски ευκρινή αποτυπώματα•
-ое изображение σαφής παράσταση (απεικόνιση).
-
7 определённый
1. (некоторый) κάποιος, ορισμένος 2. (имеющий определение) καθορισμένος 3. (конкретный) ειδικός 4. (ясный, отчётливый) σαφής, ξεκάθαρος 5. (бесспорный, несомненный) αναμφίβολος 6. мат. · - интеграл το ορισμένο ολοκλήρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > определённый
-
8 разборчивость
(почерка) το ευανάγνωστο, (речи) η σαφής ή νοητή άρθρωση/προφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разборчивость
-
9 чёткий
1. (отчётливый, разборчивый, ясный) ευκρινής, καθαρός, σαφής 2. (явственно слышимый) καθαρός 3. (ο срабатывании, напр. реле) ακριβής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чёткий
-
10 внятный
внятн||ыйприл εὐκρινής, εὐληπτος, καταληπτός / σαφής, καθαρός (ясный):\внятныйое произношение ἡ εὐκρινής προφορά. -
11 вразумительный
вразумительн||ыйприл σαφής, κατανοητός, καταληπτός, εὐκρινής, καθαρός. -
12 выраженный
выраженныйприч. и прил1. ἐκφρασμένος, ἐκδηλωμένος·2. (определенный) ἔκδηλος, καταφανής, ἐναργής, σαφής:ярко \выраженный ἔκδηλος, καταφανής· слабо \выраженный ἀσθενής, ἀδύνατος, μή καταφανής. -
13 недвусмысленный
недвусмысленныйприл ξεκάθαρος, σαφής, σταράτος. -
14 определенный
определенн||ый1. прич. от определить·2. прил ὠρισμένος, καθορισμένος, προσδιορισμένος / σαφής, ξεκάθαρος (ясный, четкий):существу́ет \определенныйый порядок ὑπάρχει ὠρισμένη τάξη· в \определенныйый час στήν καθορισμένη ῶρα· дать \определенныйый ответ δίνω σαφή ἀπάντηση·3. прил (несомненный, бесспорный) πραγματικός:это \определенныйый талант εἶναι πραγματικό ταλέντο·4. прил (некоторый) ὠρισμένος:в \определенныйых слу́чаях σέ ὠρισμένες περιπτώσεις· ◊ \определенныйый член грам. τό ὁριστικό ἄρθρο. -
15 отчетливый
отчетлив||ыйприл καθαρός, εὐκρινής, σαφής/ εὐδιάκριτος (хорошо различимый):\отчетливыйое произношение ἡ καθαρή προφορά· иметь \отчетливыйое представление о чем-л. ίχω σαφή ἀντίληψη γιά κάτι. -
16 явственный
явств||енныйприл σαφής, εὐκρινής. -
17 ясно
ясно1. нареч (отчетливо) καθαρά, εὐκρινώς, σαφώς:\ясно выраженный εὐκρι-νής, σαφής· \ясно ви́деть βλέπω καθαρά· \ясно представлять ἔχω ξεκάθαρη ἀντίληψη· \ясно говорить μιλώ καθαρά· коротко и \ясно καθαρά καί ξάστερα, ὁρθά κοφτά·2. предик безл (понятно):\ясно, что εἶναι φανερό, ἐννοείται· \ясно без слов αὐτό ἐννοείται, αὐτό ἐξυπακούεται· \ясно, как день εἶναι φως φανερό·3. предик безл (о погоде) ὁ καιρός εἶναι αίθριος·4. утвердит, частица (в смысле «конечно») разг ἀσφαλώς, βεβαίως, βέβαια -
18 ясный
ясн||ыйприл διαυγής, ὁλοκάθαρος/ σαφής, εὐκρινής (отчетливый)/ ήρεμος, γαλήνιος (спокойный, чистый)/ καταφανής, φανερός (очевидный)/ αίθριος, ἀνέφελος^ο погоде, о небе):\ясныйый взгляд τό ήρεμο βλέμμα· \ясныйое лицо τό γαλήνιο πρόσωπο· \ясныйый почерк ὁ εὐκρινής χαρακτήρας· \ясныйая цель ὁ ξεκάθαρος σκοπός· \ясныйый ум διαυγής σκέψη· нметь \ясныйое представление о чем-л. ἔχω σαφή ἀντίληψη γιά κάτι· \ясныйое намерение ἡ καταφανής πρόθεση· ◊ \ясныйое дело φυσικά, βέβαια· как гром среди́ ясного неба ἐντελώς ἀπρόοπτα, ξαφνικά, σάν μπόμπα. -
19 видимый
επ., βρ: -дим, -а, -оορατός•лодка уж не была -а η βάρκα πια δε φαινόταν.
|| φαινομενικός, προσποιητός, επιτηδευμένος•-ая веселость προσποιητή ευθυμία•
εκφρ.- ое дело – α) φανερή (σαφής) υπόθεση, β) κατά πάσαν πιθανότητα, πιθανότατα. -
20 внятный
επ. -тен, -тна, -тно.1. διαυγής, καθαρός, σαφής, ευκρινής, εναργής, λαγαρός.2. νοητός, καταληπτός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σαφῆς — σαφής clear masc/fem acc pl (attic epic doric) σαφής clear masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφής — clear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… … Dictionary of Greek
σαφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς ξεκάθαρος, ευκρινής: Σαφής υπαινιγμός. – Δεν ήταν και τόσο σαφής στην ομιλία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαφῆ — σαφής clear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σαφής clear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σαφής clear masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφέστερον — σαφής clear adverbial comp σαφής clear masc acc comp sg σαφής clear neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφεστάτων — σαφής clear fem gen superl pl σαφής clear masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφεστέραις — σαφής clear fem dat comp pl σαφεστέρᾱͅς , σαφής clear fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφεστέρων — σαφής clear fem gen comp pl σαφής clear masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφεστέρως — σαφής clear masc acc comp pl (doric) σαφής clear comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφεῖ — σαφής clear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σαφής clear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)