-
1 ραδιενεργός
[радиэнэргос] εκ. радиоактивный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ραδιενεργός
-
2 радиоактивный
ραδιενεργός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоактивный
-
3 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
4 источник
η πηγ/ή- питания аварийный - τροφοδοσίας/πα-ροχής ρεύματος ανάγκηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > источник
-
5 радиоактивный
-
6 радиоактивностьый
радиоактивность||ыйприл ραδιενεργός:\радиоактивностьыйое вещество ἡ ραδιενεργός οὐσία· \радиоактивностьыйые ванны τά ραδιοῦχα λουτρά. -
7 вещество
η ύλη, η ουσία, το υλικόвзрывчатое - εκρηκτική -, το εκρηκτικόдиамагнитное - το διαμαγνητικό υλικό/ουσίαдубящее - δεψική -, τανινή -костное - см. остеинминеральное - ορυκτή -, η μεταλλική ουσίαосаждающее - της κατακρήμνισης, το μέσον κατακρήμνι-σηςотравляющее - η δηλητηριώδης/τοξική ουσίαохлаждающее - ψυκτική -, το ψυκτικόпарамагнитное - το παραμαγνητικό υλικό/ουσίαрадиоактивное - η ραδιενεργός ουσία/υλικόсерое - (мозга) анат. η φαιά ουσίαсмазочное - το λιπαντικό, η λιπαντική ουσίαтвёрдое - η στερεά ουσία/ύληферромагнитное - το σίδηρο μαγνητικό υλικό/ουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вещество
-
8 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
9 дождь
η βροχή, ο υετόςливневый - η νεροποντή, ο κατακλυσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дождь
-
10 загрязнение
1. (действие) η ρύπανσ/η, η μόλυνσηконтроль над - ем окружающей среды έλεγχος κατά της - ης του περιβάλλοντος2. (при-месь) о ρύπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрязнение
-
11 заражение
η μόλυνση- крови мед. - του αίματος, η σηψαιμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заражение
-
12 излучение
η ακτινοβολίαрадиоактивное - ραδιενεργός -, η ραδιενέργειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излучение
-
13 индикатор
ο ενδείκτης, ο δείκτης- газа предохранительный горн. о ανιχνευτής αερίων- курса маяка бортовой (система слепой посадки) - πορείας φάρου (σύστημα τυφλής προσγείωσης)маршрутный ж.-д. - πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индикатор
-
14 каротаж
(геофиз) η έρευνα στις γεωτρήσεις (μέσω γεωφυσικών μεθόδων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каротаж
-
15 облучение
1. (с воздействием на свойства материала или организма) η ακτινοβολία (ή η έκθεση σε ακτινοβολία) 2. (излучение в целях обнаружения объекта) о καταυγασμός, о φωτισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > облучение
-
16 опасность
ο κίνδυνος, η επικινδυνότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опасность
-
17 пастеризация
η παστερίωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пастеризация
-
18 пыль
η σκόνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пыль
-
19 радиоизлучение
1. (поток энергии) η ραδιενέργεια 2. (процесс) η (ραδιενεργός) ακτινοβολία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоизлучение
-
20 радионуклид
ο ραδιενεργός πυρήναςο πυρήνας του ραδιενεργού ισοτόπουτο ραδιονουκλίδιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радионуклид
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ραδιενεργός — ό, θηλ. και ή, Ν (φυσ. χημ.) 1. αυτός που εκπέμπει ραδιενέργεια 2. φρ. α) «ραδιενεργός οικογένεια» βλ. οικογένεια β) «ραδιενεργά ορυκτά» (ορυκτ.) ορυκτά με ραδιενεργές ιδιότητες, τα οποία συνιστούν δύο ομάδες, την ομάδα τού ουρανίου και την ομάδα … Dictionary of Greek
ραδιενεργός — ή, ό αυτός που παρουσιάζει ραδιενέργεια: Το ουράνιο είναι ραδιενεργό στοιχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίπτωση — η (AM ἐπίπτωσις) [επιπίπτω] έφοδος, επίθεση νεοελλ. 1. συνἐπεια, επακόλουθο 2. επιβάρυνση 3. (πυρ. φυσ.) «ραδιενεργός επίπτωση» η ραδιενεργός σκόνη και οι άλλες ουσίες που επιστρέφουν στην επιφάνεια τής γης μετά από μια πυρηνική έκρηξη μσν. πτώση … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ακτινενεργός — και ακτινεργός, ό Χημ. ο ραδιενεργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + ενεργός απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. radioactif < radio (< λατ. radius «ακτίνα») + actif «ενεργός» ο όρος πλάστηκε από τους Pierre και Marie Curie] … Dictionary of Greek
γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
διάσπαση — Βίαιος διαχωρισμός, διαμελισμός, διχασμός, παράλυση συνοχής. Στην πυρηνική φυσική ο όρος αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ένας ασταθής, λόγω μεγάλης μάζας, πυρήνας διασπάται σε άλλους. σταθερά δ. Η πιθανότητα ανά μονάδα χρόνου να συμβεί… … Dictionary of Greek
κιουρί — Μονάδα μέτρησης της δραστηριότητας των ραδιενεργών σωμάτων (σύμβολο c), που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της Μαρίας Κιουρί (βλ. λ. Κιουρί, Πιερ και Μαρί). Αρχικά (παλιό κ., σύμβολο C), αντιστοιχούσε στη δραστηριότητα ενός γραμμαρίου ραδίου, ίση… … Dictionary of Greek
μετατόπιση — Ο όρος προσδιορίζει την αλλαγή τόπου ή θέσης, τη μετακίνηση. μ. ιόντων. Τα ιόντα ενός ηλεκτρολύτη μετακινούνται, όταν περάσει μέσα από αυτόν ηλεκτρικό ρεύμα και συμμετέχουν στη μεταφορά του ηλεκτρισμού. Τα κατιόντα και τα ανιόντα δεν κινούνται… … Dictionary of Greek
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek