-
1 ρίζα
[риза] ουσ. 0. корень,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρίζα
-
2 рнэа
[ρίζα] ουσ. Θ. τα άμφια -
3 рнэа
[ρίζα] ουσ θ τα άμφια -
4 корень
-рня, πλθ. корни-ей α.1. ρίζα•пустить -и ριζώνω, ριζοβολώ, απολάω ρίζες•
вырвать с -ем ξεριζώνω•
корень зуба η ρίζα του δοντιού•
-и волос οι ρίζες των μαλλιών.
2. μτφ. αρχή, πηγή, βάση, κύρια αιτία•корень зла η ρίζα του κακού.
|| παλ. γένος, οικογένεια• γεναρχία.3. (γραμμ.) ρίζα•корень и окончание ρίζα και κατάληξη.
4. (μαθ.) ρίζα•извлечь квадратный корень βγάζω τετραγωνική ρίζαι•
кубический корень κυβική ρίζα.
εκφρ.в - – ριζικά εντελώς, τελείως, καθόλου, πέρα για πέρα•в -е я не согласен с вами – διαφωνώ πέρα για πέρα με σας•на -ю – αθέριστα (για σιτηρά)•- жизни – βλ. женьшень• врасти (прирасти) -ими θεμελιώνομαι, ριζώνω, συνδέομαι γερά•запрячь (заложить – κ.τ.τ.) в корень ζεύω στο τιμόνι•в -е пресечь – προλαβαίνω το κακό, χτυπώ το κακό στη ρίζα (πριν μεγαλώσει)•смотреть (ή глядеть – κ.τ.τ.) в корень μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης, βρίσκω τη ρίζα, εμβαθύνω•краснеть (покраснеть) до волос – κοκκινίζω ως τ αυτιά•подорвать (подрубить, подкосить – κ.τ.τ.) под корень τρώγω τις ρίζες, υποσκάπτω τα θεμέλια. -
5 корень
кореньм в разн. знач. ἡ ρίζα:\корень зу́ба ἡ ρίζα τοῦ δοντιοῦ· пускать \кореньни (тж. перен) ριζοβολώ, ριζώνω· вырывать с \кореньнем (тж. перен) ξερριζώνω· квадратный \корень мат ἡ τετραγωνική ρίζα· кубический \корень мат ἡ κυβική ρίζα· извлекать \корень мат βγάζω (или ἐξάγω) τή ρίζα· \корень слова грам. ἡ ρίζα τής λέξης· \корень зла ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ· иметь глубокие \кореньни 'έχω βαθειές ρίζες· ◊ смотреть в \корень ἐξετάζω βαθειά· пресекать в \кореньне κόβω ἀπ' τήν ρίζα· в \кореньне неправильно πέρα γιά πέρα λαθεμένο· покраснеть до \кореньней волос κοκκινίζω ὡς τ'αύτιά· на \кореньию (о хлебе) τό ἀθέριστο σιτάρι. -
6 радикал
1. мат. το ριζικό σημείο, η ρίζα 2. хим. η ρίζαсвободный - ελεύθερη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радикал
-
7 корень
-
8 characteristic root
= eigenvalue; latent root (vector)French\ \ racine latente; racine caractéristique; valeur propreGerman\ \ Eigenwert (Eigenvektor)Dutch\ \ eigenwaardeItalian\ \ radice caratteristica; radice latente; autovaloreSpanish\ \ raíz característica; valor característico; valor propio; raíz latenteCatalan\ \ arrel característica; valor propi; arrel latentPortuguese\ \ raiz característica; valor próprio; raiz latente; raiz característica (bra); valor próprio (bra); raiz latente (bra); autovalor (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ egenværdiNorwegian\ \ karakteristisk rot; egenverdiSwedish\ \ egenvärdeGreek\ \ χαρακτηριστική ρίζα; ιδιοτιμή; λανθάνουσα ρίζα (διάνυσμα)Finnish\ \ karakteristinen juuri; ominaisarvo; latentti juuri(vektori)Hungarian\ \ sajátértékTurkish\ \ ayırtedici kök; karakteristik kök; özdeler; belirtgen (öz) değer; saklı kök (vektör)Estonian\ \ omaväärtusLithuanian\ \ charakteristinė reikšmė; tikrinė reikšmė; latentinis šaknies vektorius; vektorinis dydisSlovenian\ \ lastna vrednostPolish\ \ pierwiastek charakterystyczny; wartość własna; wektor własnyRussian\ \ характеристический корень; собственное значение; собственное значение (вектор)Ukrainian\ \ характеристичний корінь; власне значенняSerbian\ \ -Icelandic\ \ einkennandi rót; eigenvalue; duldum rót (vektor)Euskara\ \ balio propio; autobalioFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ ويژهمقدارArabic\ \ الجذر الخاص، الجذر المميز، جذر لاتينيAfrikaans\ \ eiewaarde; eievektor; latente vektorChinese\ \ 特 征 根Korean\ \ 특성근, 고유근; 고유값; -
9 загривок
-вка α. το παρά τη ρίζα μέρος της χαίτης• η ρίζα της χαίτης.(απλ.) αυχένας ανθρώπου ή ζώου. -
10 подножие
-я ουδ.1. οι πρόποδες του βουνού, τα ριζά, το ριζοβούνι, η υπώρεια.2. βάθρο, βάση• ρίζα. -
11 ализарин
η βαφική ουσία από ρίζα ερυθροδάνουη αλιζαρίνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ализарин
-
12 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
13 женьшень
το τζίγκ-σέγκ, το τζενκ-σένκη απω-ανατολίτικη ρίζα που διαθέτει φαρμακευτικές ιδιότητες (εν είδει πανάκειας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > женьшень
-
14 зуб
1. тех. (во мн ч зубья) το δόντι, ο οδούςграбельный - του δίχαλου, διχαλωτό -2. (орган во рту для кусания, измельчения и разжевывания пищи) (во мн. ч зубы) το δόντ/ιкоронка - а анат. μύλη του - ιούглазной - ο κυνόδους, ο κυνόδονταςмолочный - γάλακτος, ο γαλαξίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зуб
-
15 извлекать
1. (получать продукт в химической технологии) αποσπώ 2. (сопутствующий или побочный продукт) επανακτώ 3. (удалять) αφαιρώ 4. (вынимать, доставать откуда-л.) εξάγω, βγάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > извлекать
-
16 корневище
1. (подземный стебель) το ρίζωμα 2. (главный корень) η κυρία ρίζα (του φυτού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корневище
-
17 непровар
(св.) η κακή διείσδυση (στην ηλεκτροκόλληση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непровар
-
18 ножка
(опора, стойка) το πόδιτο ποδαράκι, το στήριγματο σκέλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ножка
-
19 переносица
η ρίζα/βάση της μύτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переносица
-
20 проход
1. (часть операции) η διαδρομή, η βόλτα (ξεν.)- в корне шва первый (св.) πρώτη - στη ρίζα της ραφήςперекрывающий (св.) - της υπερκάλυψηςпоследний - (св.) τελική -чистовой - лес. η τελική κοπή2. (место, по которому можно пройти) η διάβαση 3. (пролёт) η πτέρυγα, ο διάδρομος 4. (мед., анат.) о πόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проход
См. также в других словарях:
ῥίζα — ῥίζᾱ , ῥίζα root fem nom/voc/acc dual ῥίζᾱ , ῥίζα root fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
ρίζα — η 1. τομέσα στη γη τμήμα του βλαστού κάθε φυτού και με επέκταση ολόκληρο το φυτό: Πούλησε πενήντα ρίζες ελιές. 2. μτφ., βάση, θεμέλιο: Στη ρίζα του βουνού υπήρχε μια πηγή. 3. πρώτη αρχή, αιτία: Από την αρχή δε χτυπήθηκε το κακό στη ρίζα του. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥίζᾳ — ῥίζαι , ῥίζα root fem nom/voc pl ῥίζᾱͅ , ῥίζα root fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριζά — τα, Ν πρόποδες βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα, κατά τα: χαμηλά, ψηλά] … Dictionary of Greek
Κάτω Ριζά — Οικισμός (57 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Τα Κ.Ρ. υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ζαλόγγου … Dictionary of Greek
ῥίζας — ῥίζᾱς , ῥίζα root fem acc pl ῥίζᾱς , ῥίζα root fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίζαι — ῥίζα root fem nom/voc pl ῥίζᾱͅ , ῥίζα root fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίζαν — ῥίζᾱν , ῥίζα root fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζᾶν — ῥίζα root fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζέων — ῥίζα root fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)