Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ρίζα

См. также в других словарях:

  • ῥίζα — ῥίζᾱ , ῥίζα root fem nom/voc/acc dual ῥίζᾱ , ῥίζα root fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η 1. τομέσα στη γη τμήμα του βλαστού κάθε φυτού και με επέκταση ολόκληρο το φυτό: Πούλησε πενήντα ρίζες ελιές. 2. μτφ., βάση, θεμέλιο: Στη ρίζα του βουνού υπήρχε μια πηγή. 3. πρώτη αρχή, αιτία: Από την αρχή δε χτυπήθηκε το κακό στη ρίζα του. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥίζᾳ — ῥίζαι , ῥίζα root fem nom/voc pl ῥίζᾱͅ , ῥίζα root fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριζά — τα, Ν πρόποδες βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα, κατά τα: χαμηλά, ψηλά] …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Ριζά — Οικισμός (57 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Τα Κ.Ρ. υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ζαλόγγου …   Dictionary of Greek

  • ῥίζας — ῥίζᾱς , ῥίζα root fem acc pl ῥίζᾱς , ῥίζα root fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίζαι — ῥίζα root fem nom/voc pl ῥίζᾱͅ , ῥίζα root fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίζαν — ῥίζᾱν , ῥίζα root fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζᾶν — ῥίζα root fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζέων — ῥίζα root fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»