ράφτης
1ράφτης — ο θηλ. ράφτρα αυτός που ράβει αντρικά ή γυναικεία ρούχα: Φημισμένος ράφτης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ράφτης — ο, θηλ. ράφτρα, Ν βλ. ράπτης …
3ραφτόπουλο — το, Ν 1. μαθητευόμενος νεαρός ράφτης 2. ο νεαρός γιος τού ράφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράφτης + κατάλ. πουλο*] …
4φραγκοράφτης — ο, Ν (παλ. τ.) ράφτης ανδρικών ενδυμάτων ευρωπαϊκού τύπου, σε αντιδιαστολή προς τον ράφτη εθνικών ενδυμασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + ράφτης] …
5Porto Rafti — Πόρτο Ράφτη …
6ακατάραφτος — η, ο και ακατάραφος [καταράφτω] αυτός που δεν έχει ραμμένα, μπαλωμένα τα σκισμένα μέρη τών ενδυμάτων του παροιμ. «ράφτης ακατάραφτος, τσαγκάρης αξυπόλυτος», για όσους φροντίζουν για τους άλλους και όχι για τον εαυτό τους …
7ελληνορράπτης — ο ράφτης παραδοσιακών λαϊκών ενδυμασιών (φουστανέλλας κ.λπ.) …
8εμπορορράπτης — ο υφασματέμπορος και ράφτης συγχρόνως ανδρικών ρούχων …
9εξωμιδοποιός — ἐξωμιδοποιός, ο (Α) ο ράφτης εξωμίδων …
10επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …