προϑυμίας
1προθυμίας — προθῡμίᾱς , προθυμία readiness fem acc pl προθῡμίᾱς , προθυμία readiness fem gen sg (attic doric aeolic) …
2подвижениѥ — ПОДВИЖЕНИ|Ѥ (50), ˫А с. 1.Движение, перемещение; бег: Сл҃нцепрѣвратьници. иже гл҃ѥма˫а сл҃нцепрѣвратьна˫а были˫а. въсходъмь сл҃нцьныимь съобращающеѥсѧ. гл҃юще силѹ нѣкѹю б҃жствьнѹю имѣти… не разѹмѣвъше. възвѣщенааго подвижени˫а ихъ. ѥстьствьноѥ… …
3Dipaia — Di paia (griechisch Δίπαια, lateinisch Dipaea; Einwohner: Διπαιεύς, Plural: Διπαιεῖς) war eine antike griechische Stadt in Arkadien, in der Landschaft Mainalia, vielleicht direkt am Fluss Helisson oder im Gebirge Mainalios, auf alle Fälle in …
4ανορεξία — και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία) επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό νεοελλ. 1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά 2. «νευρική ανορεξία» συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική… …
5απροθυμία — η (Μ ἀπροθυμία) έλλειψη προθυμίας …
6απρόθυμος — η, ο (AM ἀπρόθυμος, ον) αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει κάτι …
7ασυνδρομία — ἀσυνδρομία, η (Μ) [σύνδρομος] η έλλειψη προθυμίας για να συνδράμουμε, να βοηθήσουμε κάποιον …
8ελλιπής — ές (AM ἐλλιπής, ές) 1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις («ελλιπής μερίδα», «ελλιπής φοίτηση») 2. φρ. «ελλιπή ρήματα» τα ελλειπτικά νεοελλ. φρ. 1. «ελλιπής αριθμός» ο αριθμός τού οποίου το άθροισμα τών διαιρετών είναι μικρότερο από τον αριθμό 2.… …
9οφθαλμοδουλεία — ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α) η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ ὡς δοῡλοι τοῡ Χριστού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία] …
10προθυμία — η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [πρόθυμος] ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τόν είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.) νεοελλ. (στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση αρχ. 1.… …
- 1
- 2