προφέρω σωστά

  • 1ορθοεπώ — ὀρθοεπῶ, έω (Α) μιλώ ή προφέρω σωστά («τὸ μὴ πᾱσι φθόγγοις ὀρθοεπεῑν», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + επῶ (< επής < ἔπος), πρβλ. καλλι επώ] …

    Dictionary of Greek