προσ-τήκομαι

  • 1προστήκομαι — Α 1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον 2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.) 3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» λέγεται για το δηλητήριο τού χιτώνα τού Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο… …

    Dictionary of Greek