προσφέρω
1προσφέρω — bring to pres subj act 1st sg προσφέρω bring to pres ind act 1st sg …
2προσφέρω — προσφέρω, πρόσφερα και προσέφερα βλ. πίν. 217 …
3προσφέρω — και προσφέρνω πρόσφερα, προσφέρθηκα 1. δίνω κάτι ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω: Στο σταθμό μάς πρόσφεραν λουλούδια. 2. προτείνω, βγάζω κάτι για πούλημα: Προσφέρονται είδη ρουχισμού σε χαμηλές τιμές. 3. το μέσ., προσφέρομαι είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …
5προσενηνεγμένα — προσφέρω bring to perf part mp neut nom/voc/acc pl προσενηνεγμένᾱ , προσφέρω bring to perf part mp fem nom/voc/acc dual προσενηνεγμένᾱ , προσφέρω bring to perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6προσενήνεχθε — προσφέρω bring to perf imperat mp 2nd pl προσφέρω bring to perf ind mp 2nd pl προσφέρω bring to plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7προσφέρεσθε — προσφέρω bring to pres imperat mp 2nd pl προσφέρω bring to pres ind mp 2nd pl προσφέρω bring to imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
8προσφέρετε — προσφέρω bring to pres imperat act 2nd pl προσφέρω bring to pres ind act 2nd pl προσφέρω bring to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
9προσφέρῃ — προσφέρω bring to pres subj mp 2nd sg προσφέρω bring to pres ind mp 2nd sg προσφέρω bring to pres subj act 3rd sg …
10ποτιφερόμεθα — προσφέρω bring to pres ind mp 1st pl (epic doric) προσφέρω bring to imperf ind mp 1st pl (epic doric) …