προσεσπέριος
1προσεσπέριος — towards the west masc/fem nom sg …
2προσεσπέριος — ον, Α [προσέσπερος] 1. (σχετικά με ώρα, με χρόνο) εσπερινός, βραδινός 2. αυτός που βρίσκεται προς τη δύση, ο δυτικός (α. «τὰ προσεσπέρια τῆς Εὐρώπης», Διον. Αλ. β. «προσεσπέριοι Λοκροί», Στράβ.) …
3προσεσπέριον — προσεσπέριος towards the west masc/fem acc sg προσεσπέριος towards the west neut nom/voc/acc sg …
4προσεσπερίοις — προσεσπέριος towards the west masc/fem/neut dat pl …
5προσεσπερίους — προσεσπέριος towards the west masc/fem acc pl …
6προσεσπερίων — προσεσπέριος towards the west masc/fem/neut gen pl …
7προσεσπέρια — προσεσπέριος towards the west neut nom/voc/acc pl …
8προσέσπερος — ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ποθέσπερος Α 1. ο προσεσπέριος* 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ ποθέσπερα προς το βράδυ, αργά το απόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + έσπερος (< ἑσπέρα)] …