προσγειώνομαι
1προσγειώνομαι — προσγειώνομαι, προσγειώθηκα, προσγειωμένος βλ. πίν. 4 …
2αεροπροσγειώνομαι — και αεροπροσγειούμαι προσγειώνομαι ερχόμενος από τον αέρα …
3προσγειώνω — προσγείωσα, προσγειώθηκα, προσγειωμένος 1. φέρνω μηχανοκίνητο πετούμενο ξανά στη γη (αεροπλάνο, αερόστατο, διαστημόπλοιο). 2. το μέσ., προσγειώνομαι κατεβαίνω από τον αέρα στη γη: Tα αεροπλάνα προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του νησιού. 3. μτφ.,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)