Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προοδεύω

  • 1 προοδεύω

    [проодэво] р. идти вперед, прогрессировать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προοδεύω

  • 2 прогрессировать

    прогрессировать 1) προοδεύω, προκόβω 2) (о болезни) προχωρώ, οξύνομαι
    * * *
    1) προοδεύω, προκόβω
    2) ( о болезни) προχωρώ, οξύνομαι

    Русско-греческий словарь > прогрессировать

  • 3 процветать

    процветать ανθίζω, προοδεύω
    * * *
    ανθίζω, προοδεύω

    Русско-греческий словарь > процветать

  • 4 успех

    успех м η επιτυχία; желаю \успеха σας εύχομαι καλή επιτυχία; делать \успехи προοδεύω; пользоваться \успехом, иметь \успех έχω επιτυχία
    * * *
    м
    η επιτυχία

    жела́ю успе́ха — σας εύχομαι καλή επιτυχία

    де́лать успе́хи — προοδεύω

    по́льзоваться успе́хом, име́ть успе́х — έχω επιτυχία

    Русско-греческий словарь > успех

  • 5 топтать

    топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ,δ.μ.
    1. ποδοπατώ, τσαλαπατώ•

    топтать траву ποδοπατώ το χορτάρι.

    || λερώνω με τα πόδια, με τα παπούτσια•

    топтать пол πατώντας λερώνω το πάτωμα.

    || (για υποδήματα) στραβοπατώ. || βαδίζω.
    2. πατώ•

    раненых -ли конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα.

    || μτφ. διαρπάζω, λεηλατώ.
    3. πιέζω, θλίβω•

    топтать виноград πατώ τα σταφύλια.

    || ανακατεύω•

    топтать глину πατώ τον πηλό.

    4. βλ. спариться:
    εκφρ.
    топтать в грязи – κυλώ στο βούρκο• κατασυκοφαντώ• ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζιλεύω•
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω).
    1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα.
    2. (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι.
    3. πιέζομαι, θλίβομαι.
    4. κάνω βήμα σημειωτό. || στριφογυρίζω στο ίδιο μέρος.
    5. είμαι, βρίσκομαι. || παρευρίσκομαι.
    εκφρ.
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι).

    Большой русско-греческий словарь > топтать

  • 6 прогрессировать

    1. (постепенно усиливаться, увеличиваться) αυξάνω, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω προοδευτικά 2. (совершенствоваться, идти по пути прогресса) προοδεύω, εξελίσσομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогрессировать

  • 7 развиться

    1. (созреть, окрепнуть) αναπτύσσομαι 2. (приобрести более широкие размеры, значение) εξελίσσομαι, κάνω πρόοδο, προοδεύω 3. (созреть духовно, умственно) ωριμάζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развиться

  • 8 двигаться

    двигать||ся
    1. (передвигаться) κουνιέμαι, μετακινούμαι, βρίσκομαι σέ κίνηση (быть в движении)! πορεύομαι, κατευθύνομαι (направляться):
    \двигатьсяся вперед προχωρώ, προωθοῦμαι·
    2. (шевелиться) σαλεύω, κουνιέμαι:
    не двигайся! μήν κουνηθεΐς!·
    3. (по службе) προοδεύω, ἐπιτυγχάνω, προκόβω.

    Русско-новогреческий словарь > двигаться

  • 9 подвигаться

    подвига́ть||ся
    1. (переместиться) μετακινούμαι λίγο:
    \подвигатьсяся ближе πλησιάζω, ἐρχομαι πιό κοντά·
    2. (о работе и т. п.) προοδεύω, πάω μπροστά, προκόβω:
    \подвигатьсяся вперед προχωρώ, κινούμαι προς τά ἐμπρός· \подвигатьсяся по слу́ж-бе προάγομαι, ἀναδεικνύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > подвигаться

  • 10 преуспевать

    преуспевать
    несов, преуспеть сов προοδεύω, εὐδοκιμώ, προκόβω, εὐημερώ.

    Русско-новогреческий словарь > преуспевать

  • 11 прогрессировать

    прогресс||ировать
    несов
    1. (усиливаться, увеличиваться) ἐπιτείνομαι, δυναμώνω, ὁξύνομαι·
    2. (двигаться вперед) προοδεύω, προχωρώ.

    Русско-новогреческий словарь > прогрессировать

  • 12 расти

    расти
    несов
    1. μεγαλώνω/ φυτρώνω, βλασταίνω, φύομαι (о растениях)·
    2. (увеличиваться) αὐξάνομαι, ἀναπτύσσομαι·
    3. (совершенствоваться) ἀναπτύσσομαι, τελειοποιούμαι, προοδεύω.

    Русско-новогреческий словарь > расти

  • 13 успевать

    успева||ть
    несов
    1. προλαβαίνω, προφταίνω:
    \успеватьть к обеду προφταίνω τό γεῦ-μα· \успеватьть к поезду προφταίνω νά πάρω τό τραίνο·
    2. (делать успехи) προκόβω, προοδεύω:
    \успеватьть в делах προκόβουν οἱ δουλειές μου, προκόβω στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > успевать

  • 14 успех

    успе||х
    м
    1. ἡ ἐπιτυχία:
    добиться \успехха πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω· желаю вам \успехха σᾶς εὔχομαι καλήν ἐπιτυχίαν иметь \успех, пользоваться \успеххом ἔχω ἐπιτυχία· спектакль имел шу́мный \успех ἡ παράσταση ἔκάνε θόρυβο·
    2. \успеххи мн. (успеваемость) ἡ πρόοδος, ἡ προκοπή:
    делать \успеххи σημειώνω πρόοδον, προοδεύω· ◊ с тем же \успеххом ἄλλο τόσο θά μποροῦσες θαυμάσια· с \успеххом μέ ἐπιτυχία.

    Русско-новогреческий словарь > успех

  • 15 шагнуть

    шаг||ну́ть
    сов однокр. κάνω βήματα:
    \шагнутьну́ть через порог δρασκελίζω τό κατώφλί далеко́ \шагнуть ну́ть перен προοδεύω πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > шагнуть

  • 16 прогрессировать

    [πραγκρισσίραβατ'] ρ. προοδεύω

    Русско-греческий новый словарь > прогрессировать

  • 17 прогрессировать

    [πραγκρισσίραβατ'] ρ προοδεύω

    Русско-эллинский словарь > прогрессировать

  • 18 гигантский

    επ.
    γιγαντιαίος, γιγάντιος, τεράστιος.
    εκφρ.
    -ими шагами идти ή двигаться вперед – προοδεύω αλματώδικα.

    Большой русско-греческий словарь > гигантский

  • 19 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 20 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

См. также в других словарях:

  • προοδεύω — προοδεύω, προόδευσα και προόδεψα, προοδευμένος βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: προοδεύω : η μτχ. προοδευμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που βρίσκεται σε ανώτερο στάδιο εξέλιξης, προόδου) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προοδεύω — ΝΜΑ [πρόοδος] οδεύω, βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ νεοελλ. 1. προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προκόβω (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα παιδιά του προόδευσαν στα γράμματα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • προοδεύω — προόδεψα, προοδε(υ)μένος, γίνομαι συνεχώς καλύτερος, βελτιώνομαι αδιάκοπα: Προόδεψε με τη σκληρή δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προοδεύῃ — προοδεύω walk first pres subj mp 2nd sg προοδεύω walk first pres ind mp 2nd sg προοδεύω walk first pres subj act 3rd sg προοδεύῃ , προοδεύω walk first pres subj mp 2nd sg προοδεύῃ , προοδεύω walk first pres ind mp 2nd sg προοδεύῃ , προοδεύω walk… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοδευσάντων — προοδεύω walk first aor part act masc/neut gen pl προοδεύω walk first aor imperat act 3rd pl προοδευσάντων , προοδεύω walk first aor part act masc/neut gen pl προοδευσάντων , προοδεύω walk first aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοδευόντων — προοδεύω walk first pres part act masc/neut gen pl προοδεύω walk first pres imperat act 3rd pl προοδευόντων , προοδεύω walk first pres part act masc/neut gen pl προοδευόντων , προοδεύω walk first pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοδεῦον — προοδεύω walk first pres part act masc voc sg προοδεύω walk first pres part act neut nom/voc/acc sg προοδεῦον , προοδεύω walk first pres part act masc voc sg προοδεῦον , προοδεύω walk first pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοδεύει — προοδεύω walk first pres ind mp 2nd sg προοδεύω walk first pres ind act 3rd sg προοδεύει , προοδεύω walk first pres ind mp 2nd sg προοδεύει , προοδεύω walk first pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοδεύοντα — προοδεύω walk first pres part act neut nom/voc/acc pl προοδεύω walk first pres part act masc acc sg προοδεύοντα , προοδεύω walk first pres part act neut nom/voc/acc pl προοδεύοντα , προοδεύω walk first pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοδεύοντι — προοδεύω walk first pres part act masc/neut dat sg προοδεύω walk first pres ind act 3rd pl (doric) προοδεύοντι , προοδεύω walk first pres part act masc/neut dat sg προοδεύοντι , προοδεύω walk first pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοδεύουσι — προοδεύω walk first pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προοδεύω walk first pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προοδεύουσι , προοδεύω walk first pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προοδεύουσι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»