ποίμνη
1ποίμνη — flock fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ποίμνῃ — ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) …
3ποίμνη — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ 1. πλήθος βοσκημάτων, κυρίως προβάτων, τα οποία επιβλέπει ο ποιμένας, ποίμνιο, κοπάδι 2. εκκλ. το σύνολο τών πιστών στον Χριστό αρχ. 1. αγέλη ζώων 2 …
4ποίμνη — η βλ. ποίμνιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ποίμνηι — ποίμνῃ , ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) …
6ποιμνᾶν — ποίμνη flock fem gen pl (doric aeolic) …
7ποιμνῶν — ποίμνη flock fem gen pl …
8ποῖμναι — ποίμνη flock fem nom/voc pl …
9ποίμναιν — ποίμνη flock fem gen/dat dual …
10ποίμναις — ποίμνη flock fem dat pl …