ποτί
1ποτί — και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ αποκοπήν ποτ και πος Α πρόθ. (δωρ. τ.) προς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με… …
2ποτί — πρός on the side of epic doric (indeclform prep) …
3πότι — πότης drinker fem voc sg πότις one who drinks hot drinks fem voc sg …
4Ποτιδαιατικά — Ποτῑδαιατικά , Ποτιδαιατικός neut nom/voc/acc pl Ποτῑδαιατικά̱ , Ποτιδαιατικός fem nom/voc/acc dual Ποτῑδαιατικά̱ , Ποτιδαιατικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5Ποτιδαιάτας — Ποτῑδαιά̱τᾱς , Ποτιδαιάτης masc acc pl Ποτῑδαιά̱τᾱς , Ποτιδαιάτης masc nom sg (epic doric aeolic) …
6Ποτιδαία — Ποτῑδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc/acc dual Ποτῑδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ποτιδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc/acc dual …
7Ποτιδαίας — Ποτῑδαίᾱς , Ποτιδαία fem acc pl Ποτῑδαίᾱς , Ποτιδαία fem gen sg (attic doric aeolic) Ποτιδαίᾱς , Ποτιδαία fem acc pl Ποτιδαίᾱς , Ποτιδαία fem gen sg (attic doric aeolic) …
8Ποτιδαιατῶν — Ποτῑδαιᾱτῶν , Ποτιδαιάτης masc gen pl …
9Ποτιδαιᾶται — Ποτῑδαιᾶται , Ποτιδαιάτης masc nom/voc pl …
10Ποτιδαιάταις — Ποτῑδαιά̱ταις , Ποτιδαιάτης masc dat pl …