ποσ

  • 1πόσ' — πόσε , πόσε whither? indeclform (adverb) πόσι , πόσις 1 husband masc voc sg πόσι , πόσις 2 husband fem voc sg πόσα , πόσος of what quantity? neut nom/voc/acc pl πόσε , πόσος of what quantity? masc voc sg πόσαι , πόσος of what quantity? fem… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πέος — Γεννητικό ανδρικό όργανο. Είναι επίμηκες κυλινδρικό σώμα, από το οποίο περνά η ουρήθρα, που χρησιμεύει στην αποβολή των ούρων και την έκκριση του σπέρματος. Εξωτερικά αποτελείται από το δέρμα, τη λεγόμενη πόσθη, και εσωτερικά από τρία σηραγγώδη… …

    Dictionary of Greek

  • 3League of Corinth — For the English amateur fotball league, see Corinthian League (football). Kingdom of Macedon after Philip s II death. The Corinthian League is shown in yellow. The League of Corinth, also sometimes referred to as Hellenic League (original name:… …

    Wikipedia

  • 4Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …

    Wikipedia

  • 5AGNOS vel AGNUS — AGNOS, vel AGNUS pars Demetriadis tribûs in Atricâ. Phrynichus, referente Stephano, ad Attalidem tribum refert; quam sententiam consirmat Inscr. XIII. Tribuum, cuius meminit Sponius. Sed, cum Attalis una fuerit ex recentioribus Tribubus, facile… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6ιάσιμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, ον) (για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ… …

    Dictionary of Greek

  • 7κούριμος — κούριμος, ίμη, ον (ΑM, Α θηλ. και ος) αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῑσα κούριμον», Ευρ.) 2. το θηλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 8λάσθη — λάσθη, ἡ (Α) χλευασμός, κοροϊδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *las «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 9παραπάνω — και παραπάνου επίρρ. 1. τοπ. α) πιο πάνω, πιο ψηλά («στο παραπάνω σκαλοπάτι») β) παραπέρα («κάθεται στο παραπάνω σπίτι») 2. (ποσ. ή χρον.) επί πλέον, περισσότερο, πιο πολύ («πλήρωσε παραπάνω απ όσο υπολόγιζε») 3. φρ. «με το παραπάνω» περισσότερο… …

    Dictionary of Greek

  • 10παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… …

    Dictionary of Greek