Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πολλές

  • 1 выпадать

    выпадать, выпасть 1) πέφτω книга выпала у меня из рук το βιβλίο μου έπεσε απ' τα χέρια 2) (об осадках): выпало много дождей έχουν πέσει πολλές βροχές выпал снег χιόνισε, έπεσε χιόνι
    * * *
    = выпасть

    кни́га вы́пала у меня́ из рук — το βιβλίο μου έπεσε απ; τα χέρια

    вы́пало мно́го дожде́й — έχουν πέσει πολλές βροχές

    вы́пал снег — χιόνισε, έπεσε χιόνι

    Русско-греческий словарь > выпадать

  • 2 дело

    дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα
    * * *
    с
    1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο ( творение); το ζήτημα ( вопрос)

    де́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης

    2) (занятие, работа) η δουλειά

    у меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα

    3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός
    4) ( поступок) το έργο, η πράξη
    5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη
    6) юр. η υπόθεση; ο φάκελος

    гражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση

    ••

    как дела́? — πώς τα πάτε

    в чём де́ло? — τι συμβαίνει

    в са́мом де́ле? — αλήθεια

    де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…

    на де́ле — στην πραγματικότητα

    пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα

    Русско-греческий словарь > дело

  • 3 отношение

    отношение с 1) η στάση, η συμπεριφορά* хорошее \отношение η καλή συμπεριφορά· небрежное \отношение η αμέλεια, η αδιαφορία* бережное η μέριμνα 2) (взаимная связь) η σχέση 3)мн.: \отношениея οι σχέσεις· дипломатические \отношениея οι διπλωματικές σχέσεις ◇ в \отношениеи кого-л. σχετικά με κάποιον во всех \отношениеях απ' όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις
    * * *
    с
    1) η στάση, η συμπεριφορά

    хоро́шее отноше́ние — η καλή συμπεριφορά

    небре́жное отноше́ние — η αμέλεια, η αδιαφορία

    бе́режное отноше́ние — η μέριμνα

    2) ( взаимная связь) η σχέση
    3) мн.

    отноше́ния — мн. οι σχέσεις

    дипломати́ческие отноше́ния — οι διπλωματικές σχέσεις

    ••

    в отноше́нии кого́-л. — σχετικά με κάποιον

    во всех отноше́ниях — απ'όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις

    Русско-греческий словарь > отношение

  • 4 гонять

    гонять
    несов
    1. (с одного места на другое) ὁδηγώ, διώχνω:
    \гонять мяч (шар) χτυπώ τή μπάλλα (τή μπίλλια)· \гонять голубей ἀσχολούμαι μέ τά περιστέρια·
    2. (кого-л.) στέλνω πολλές φορές:
    \гонять кого-л. за чем-л. στέλνω κάποιον πολλές φορές γιά κάτι· \гонять взад и вперед πηγαινοφέρνω· ◊ \гонять лодыря разг τεμπελιάζω, κοπανώ ἀέρα.

    Русско-новогреческий словарь > гонять

  • 5 многие

    мно́г||ие
    мн.
    1. прил πολλοί, πολλές, πολλά:
    во \многиеих отношениях ἀπό πολλές ἀπόψεις·
    2. сущ. τό πλήθος, οἱ πολλοί:
    \многие ду́мают... πολλοί νομίζουν...· очень \многие πάρα πολλοί· один из -их ἔνας ἀπό τους πολλούς.

    Русско-новогреческий словарь > многие

  • 6 изгореваться

    -рююсь, -рюешься
    ρ.σ. περνώ πολλές πίκρες, δοκιμάζω πολλές στενοχώριες.

    Большой русско-греческий словарь > изгореваться

  • 7 многоязычный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно;
    1. πολύγλωσσος•

    -ая толпа όχλος που μιλά σε πολλές γλώσσες.

    2. συνταγμένος σε πολλές γλώσσες•

    многоязычный словарь πολύγλωσσο λεξικό.

    Большой русско-греческий словарь > многоязычный

  • 8 наделать

    ρ.δ.μ.
    1. (με ποσοτική σημ.) κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω•

    наделать коробочек φτιάχνω κουτάκια.

    2. διαπράττω κάτι επιλήψιμο ή αξιοκατάκριτο προξενώ•

    что вы -ли! τι (είναι αυτό που) κάνατε!•

    наделать ощибок κάνω λάθη•

    наделать много горя προξενώ πολλές στενοχώριες•

    наделать глупостей κάνω πολλές κουταμάρες•

    наделать хлопот кому βάζω κάποιον σε μπελιάδες•

    наделать неприятностей κάνω δυσάρεστες (ασυμβίβαστες) πράξεις.

    Большой русско-греческий словарь > наделать

  • 9 находить

    -ожу, -одишь
    ρ.δ.
    βλ. найти 1
    1. βλ. найтись.
    2. βρίσκομαι, είμαι•

    лес -ится недалеко от города το δάσος είναι κοντά στην πόλη•

    -жусь в трудном положении εγώ βρίσκομαι σε δύσκολη θέση (κατάσταση).

    -ожу, -одишь
    ρ.δ.
    βλ. найти 2
    βρίσκομαι ταχτικά, πολλές φορές• διανύω, διασχίζω, διατρέχω πολλές φορές. || κατακουράζομαι βαδίζοντας, ξεποδαριάζομαι•

    я -лся по городу ξεποδαριάστηκα γυρίζοντας στην πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > находить

  • 10 твердить

    -ржу, -дишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.
    1. επαναλαβαίνω, κοπανώ τα ίδια και τα ίδια,
    2. επαναλαβαίνω πολλές φορές για αποστήθιση.
    επαναλαβαίνομαι πολλές φορές.

    Большой русско-греческий словарь > твердить

  • 11 диверсификация

    η διασπορά της δραστηριότητας, η στροφή προς πολλές ταυτοχρόνως κατευθύνσεις.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диверсификация

  • 12 калорийный

    1. биол. με πολλές θερμίδες 2. тех. θερμαντικός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калорийный

  • 13 многозначность

    1. мат. οι πολλές τιμές 2. лингв. см. полисемия 3. (изм.) το διφορούμενο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многозначность

  • 14 многозначный

    1. мат. (о) έχων πολλές τιμές 2. лингв. πολυσήμαντος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многозначный

  • 15 многослойный

    πολυστρωματικός, με πολλές στρώσεις, με πολλά στρώματα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многослойный

  • 16 способный

    1. (обладающий какой-л. способностью, могущий или умеющий делать что-л.) ικανός 2. (даровитый, одарённый) με (πολλές) ικανότητες
    προικισμένος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > способный

  • 17 видеть

    ви́де||ть
    несов
    1. βλέπω, θωρῶ:
    \видеть мельком παίρνει τό μάτι μου (κάτι)· \видеть издалека βλέπω ἀπό μακρυά· \видеть своими глазами βλέπω μέ τά ίδια μου τά μάτια· \видеть сон βλέπω ὀνειρο, ὁνειρεύομαι· \видеть во сие кого-л. βλέπω στον ὑπνο μου κάποιον· я рад вас \видеть χαίρομαι πού σας βλέπω·
    2. (испытать) δοκιμάζω, περνῶ, ὑφίσταμαι:
    она \видетьла много горя πέρασε πολλές στενοχώριες·
    3. (считать) βλέπω, θεωρῶ, κρίνω:
    не ви́жу в этом необходимости δέν βλέπω τήν ἀνάγκη, δέν τό κρίνω ἀπαραίτητο· ◊ \видеть насквозь кого-л., что́-л. βλέπω καθαρά κάποιον видишь ли вводн. сл. ξέρεις δμως· как видите вводн. сл. ὀπως βλέπετε, ὅπως ἀποδείχνεται.

    Русско-новогреческий словарь > видеть

  • 18 выдержать

    выдержать
    сов, выдерживать несов
    1. ἀντέχω, βαστώ, τά βγάζω πέρα·
    2. перен (вытерпеть) ἀντέχω, κρατῶ, ὑπομένω:
    3. (вино и т. ἡ.) ἀφήνω νά παλιώσει· ◊ это не выдерживает критики αὐτό δέν ἀντέχει στήν κριτική· выдержать экзамен πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· \выдержать несколько изданий ἐκδίδομαι πολλές φορές.

    Русско-новогреческий словарь > выдержать

  • 19 выхлопотать

    выхлопотать
    сов ἀποκτώ, παίρνω (υστέρα ἀπό πολλές ἐνέργειες).

    Русско-новогреческий словарь > выхлопотать

  • 20 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

См. также в других словарях:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»