-
1 бюро
бюро с в разн. знач. το γραφείο политическое \бюро το πολιτικό γραφείο' \бюро добрых услуг, — обслуживания το γραφείο εξυπηρέτησης туристическое \бюроτο τουριστικό γραφείο; \бюро погоды η μετεωρολογική υπηρεσία; справочное \бюроτο γραφείο, πληροφοριών; \бюроремонта η υπηρεσία επιδιόρθωσης; \бюро находок το γρα φείο χαμένων αντικειμένων* * *в разн. знач.το γραφείοполити́ческое бюро́ — το πολιτικό γραφείο
бюро́ до́брых услу́г, бюро́ обслу́живания, — το γραφείο εξυπηρέτησης
туристи́ческое бюро́ — το τουριστικό γραφείο
бюро́ пого́ды — η μετεωρολογική υπηρεσία
спра́вочное бюро́ — το γραφείο πληροφοριών
бюро́ ремо́нта — η υπηρεσία επιδιόρθωσης
бюро́ нахо́док — το γραφείο χαμένων αντικειμένων
-
2 публицистика
публицист||икаж1. ἡ πολιτικο-κοινωνική ἐπιφυλλι-δογραφία, ἡ δημοσιολογική ἀρθρογραφία:заниматься \публицистикаикой ἀσχολούμαι μέ τήν πολιτικο-κοινωνική ἐπιφυλλιδογραφία. -
3 политический
επ.πολιτικός•политический режим πολιτικό καθεστώς•
политический строй, -ая система πολιτικό σύστημα•
политический деятель πολιτικός παράγοντας•
-ая борьба πολιτικός αγώνας, πολιτική διαμάχη•
-ие события πολιτικά γεγονότα•
-ие партии πολιτικά κόμματα•
политический преступник πολιτικός εγκληματίας•
-ие права πολιτικά δικαιώματα•
-ая экономия πολιτική οικονομία (επιστήμη).
-
4 аэродром
1. (совокупность лётного поля, ангаров, служб и т.п.) το αεροδρόμιο 2. (лётное поле) о αεροδιάδρομοςзапасной - βοηθητικός/εφεδρικός -вспомогательный - см. запасной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аэродром
-
5 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
6 суд
(государственный орган) το δικαστήριοкассационный - см. - второй инстанции коммерческий - εμπορικό -, το εμποροδικείοкраевой - см. - второй инстанции морской - ναυτικό -, το ναυτοδικείοрайонный - см. - первой инстанции третейский - διαιτητικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суд
-
7 сумерки
(вечерние) το λυκόφωςτο σούρουποРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сумерки
-
8 убежище
1. (место, где можно скрыться) το καταφύγιο 2 (от снарядов, бомб или отравляющих веществ) το καταφύγιο, το αμπρί (ξεν.) 3. юр. το άσυλοполитическое - πολιτικό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убежище
-
9 федерализм
1. (федеративная система государственного строя) το ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης 2. (политическое течение) το ομοσπονδιακής φύσης πολιτικό ρεύμα, η ομοσπονδιακής μορφής πολιτική τάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > федерализм
-
10 панихйда
панихйд||аж церк. τό μνημόσυνο[ν]:служить \панихйдау κάνω μνημόσυνο· ◊ гражданская \панихйда τό πολιτικό μνημόσυνο. -
11 политический
полити́ческ||ийприл πολιτικός:\политический строй τό πολιτικό καθεστώς· \политическийая экономия ἡ πολιτική οίκονομία· \политический деятель ὁ πολιτικός, ὁ πολιτευτής, ὁ πολιτικός ἀνήρ, ὁ πολιτικός παράγων. -
12 политотдел
политотделм (политический отдел) τό πολιτικό τμήμα. -
13 политработник
политработникм (политический работник) τό πολιτικό στέλεχος. -
14 публицист
публицистм ὁ δημοσιολόγος, ὁ ἐπιφυλλιδογράφος (σέ πολιτικο-κοινωνικά θέματα)/ ὁ δημοσιογράφος (журналист). -
15 гоминдан
-а α.γκομιντάν, πολιτικό αστικό κόμμα στην Κίνα, το οποίο διαλύθηκε το 1949. -
16 игра
-ы, πλθ. игры, игр θ.1. παιγνίδι (ως ψυχαγωγία)•игра как метод обучения το παιγνίδι σαν μέθοδος διδασκαλίας•
игра в тнис το παιγνίδι της αντισφαίρισης•
спортивные -ы οι αθλοπαιδιές•
азартные -ы τυχερά παιγνίδια.
|| χαρτοπαιξία, χαρτοπαίγνιο.2. άθυρμα•детские -ы παιδικά παιγνίδια•
распечатать -у ανοίγω το καινούριο παιγνίδι.
3. πλθ. αγώνες•олимпийские -ы ολυμπιακοί αγώνες• κο•
игра ринфские -ы τα Ισθμια.
4. εκτέλεση (μουσικού έργου ή σκηνικού ρόλου), παίξιμο.5. παιγνίδι (με διάφορες σημασίες)•опасная игра επικίνδυνο παιγνίδι•
политическя игра πολιτικό παιγνίδι•
сейчас моя игра τώρα παίζω εγώ, είναι η δική μου σειρά να παίξω•
эта игра не в счёт αυτό το παιγνίδι (φορά, χαρτωσιά κλπ.) δε λογίζεται, δεν πιάνεται•
игра вина το άφρισμα του κρασιού•
игра бриллиантов η μαρμαρυγή των διαμαντιών.
εκφρ.игра воображения – αποκύημα φαντασίας•игра слов – λογοπαίγνιο, καλαμπούρι•игра природы – ιδιοτροπία της φύσης•случая ή судьбы – φορά της τύχης•биржевая - – το παίξιμο στο χρηματιστήριο•игра не стоит свеч – δεν αξίζει τον κόπο•играть ή вести большую -у – επιχειρώ μεγάλη υπόθεση (που μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες). -
17 кредо
ουδ. άκλ.1. το πιστεύω (ως σύμβολο θρησκευτικής πίστης).2. απόψεις, πεποιθήσεις, κοσμοθεωρία•политическое кредо το πολιτικό πιστεύω•
научное кредо το επιστημονικό πιστεύω.
-
18 куцый
επ.1. κολοβός, κουτσονούρης. || κοντόουρος.2. μικρός, κοντός, βραχύς•куцый пиджак κοντό σακκάκι.
3. μτφ. κολοβωμένος, κουτσουρεμένος, ακρωτηριασμένος•-ые свободы κουτσουρεμένες ελευθερίες•
-ая конституция ακρωτηριασμένο (πολιτικό) σύνταγμα.
|| ανεπαρκής, ελλειπής, λειψός. -
19 платформа
-ы θ.1. εξέδρα, αποβάθρα• προκυμαία. || μικρός σιδηροδρομικός σταθμός.2. ανοιχτό βαγόνι (με χαμηλές πλευρές)..3. πλατφόρμα, το πολιτικό πρόγραμμα, οι πολιτικές απόψεις.εκφρ.стоить на -е – είμαι οπαδός της πλατφόρμας. -
20 политбюро
ουδ. άκλ. το πολιτικό γραφείο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που … Dictionary of Greek
απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται … Dictionary of Greek
εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… … Dictionary of Greek
καισαροπαπισμός — Πολιτικό σύστημα, στο οποίο ο πολιτικός αρχηγός έχει υπό τον έλεγχό του ή τείνει να συγκεντρώσει και τη θρησκευτική εξουσία. Η υποταγή της θρησκευτικής εξουσίας στην πολιτική ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στα ειδωλολατρικά κράτη γενικά· κλασικό όμως … Dictionary of Greek
κομφουκιανισμός — Πολιτικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που έλαβε την ονομασία του από τον Κινέζο φιλόσοφο Κοφούκιο (βλ. λ.). Το σύστημα αυτό διαδόθηκε και πέρα από τα σύνορα της Κίνας (Κορέα, Ιαπωνία) και αναπτύχθηκε, στην πορεία των αιώνων, από άλλους… … Dictionary of Greek
παγγερμανισμός — Πολιτικό κίνημα που δημιουργήθηκε στη Γερμανία τον 19o αι. με βάση τις εθνικιστικές θεωρίες των ρομαντικών φιλοσόφων, όπως ο Φίχτε και ο Χέγκελ, και απέβλεπε στη δημιουργία ενός κράτους που θα περιλάμβανε όλους τους μοιρασμένους τότε σε διάφορα… … Dictionary of Greek
Αμιτζανταράφται/-ες — Πολιτικό κόμμα στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, αντίπαλο του κόμματος των Σχολαρίων. Έδρασε ιδιαίτερα στο διάστημα της βασιλείας της Ειρήνης της Παλαιολογίνας (1340 41), την οποία υποστήριξε για την κατάληψη της εξουσίας μετά τον θάνατο του… … Dictionary of Greek
Καταχθόνιοι — Πολιτικό κόμμα στα Επτάνησα, επί αγγλικής κατοχής. Οι οπαδοί του ήταν αγγλόφιλοι. Όργανό τους ήταν η εφημερίδα Φίλος του λαού. Το Κόμμα των Κ., που ονομαζόταν και Κόμμα των Συντηρητικών, ήταν αντίθετο προς τα δύο άλλα προοδευτικά κόμματα, των… … Dictionary of Greek
Κούο Μιν ΤανγκήΚουόμιντανγκ — Πολιτικό κόμμα της Κίνας (στα κινεζικά σημαίνει Εθνικό Κόμμα του Λαού), που ιδρύθηκε από τον Σουν Γιατ Σεν (1900) με την ονομασία Σύνδεσμος για την αναγέννηση της Κίνας και μετονομάστηκε λίγο αργότερα σε Συνασπισμό της ένωσης των επαναστατών… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… … Dictionary of Greek
ναροντνίκοι — Πολιτικό και πνευματικό κίνημα, που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. στη Ρωσία και διατηρήθηκε ουσιαστικά έως την επανάσταση των μπολσεβίκων (1917), με διάφορες μεταρρυθμιστικές ή και επαναστατικές τάσεις, οι οποίες απέβλεπαν σε… … Dictionary of Greek