πλέων
1πλέων — ον, Α βλ. πλείων …
2πλέων — πλέος masc/neut gen pl πλέω sail pres part act masc nom sg πλέως full fem gen pl πλέως full masc/neut gen pl (ionic) πλέω̆ν , πλέως full masc/neut gen pl πλέω̆ν , πλέως full masc acc sg πλέω̆ν , πλέως full neut nom/voc/acc sg πλείων more masc/fem …
3Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …
4Eiserner Steg — 50.1080555555568.6822222222222 Koordinaten: 50° 6′ 29″ N, 8° 40′ 56″ O f1 …
5πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …
6Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …
7Pleochroismus — Cordierit Sicht auf die blau violette a Achse …
8плоути — ПЛ|ОУТИ (50), ОВОУ, ОВЕТЬ гл. 1.Плыть, передвигаться по воде: се бо дѣло вѣтрьнеѥ въспахаѥть въздѹха… питѹѥть плоды || и питѹѥть телеса. что ѹбо кто ре(ч)ть, всѧ сѹща˫а въ неи трѣбовани˫а ихъ и времена, ˫ацѣхъ же свѣдають повелѣни˫а [в др. сп.… …
9εξεμπολώ — ἐξεμπολῶ, άω και ιων. τ. ἐξεμπολέω (Α) 1. κερδίζω από το εμπόριο («ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἤ ξενώσεται», Σοφ.) 2. ξεπουλώ («ἐξεμπολήσας τὸν φόρτον», Δίον. Αλ.) …
10πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… …