πλύνομαι

  • 1ρύπτω — Α 1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει 2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο 3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου γὼ ῥύπτομαι» αφ ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος +… …

    Dictionary of Greek

  • 2ψυχρολουτώ — έω, Α [ψυχρολούτης] πλύνομαι με κρύο νερό …

    Dictionary of Greek