πλευρ-ία

  • 1πλεύρ' — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευραί , πλευρά rib fem nom/voc pl πλευρά , πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3κέγχρωμα — κέγχρωμα, τὸ (Α) 1. καθετί που έχει το μέγεθος τού κόκκου τού κεχριού 2. στον πληθ. τὰ κεχρώματα οπές στην περιφέρεια τής ασπίδας απ όπου ο μαχητής έβλεπε τον εχθρό χωρίς να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα… …

    Dictionary of Greek

  • 4κεγχριαίος — κεγχριαῑος, ία, ον (Α) ίσος στο μέγεθος με το κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ιαῑος (πρβλ. κολοσσ ιαίος, πλευρ ιαίος)] …

    Dictionary of Greek

  • 5μετωπιαίος — α, ο (ΑΜ μετωπιαῑος, αία, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μέτωπο (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο οστό γ. «μετωπιαίος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. ιαίος (πρβλ. ονυχ ιαίος, πλευρ ιαίος)] …

    Dictionary of Greek

  • 6οσφυΐτιδα — η ιατρ. η οσφυαλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + κατάλ. ίτις, ίτιδος (πρβλ. πλευρ ίτιδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …

    Dictionary of Greek

  • 7ουλίτιδα — Πάθηση των ούλων. Βλ. λ. ούλα. * * * η ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τών ούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + επίθημα ίτιδα (πρβλ. πλευρ ίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ. οὐλῖτις, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Λάζο] …

    Dictionary of Greek

  • 8οφθαλμίτιδα — η (Α ὀφθαλμῑτις, ίτιδος) νεοελλ. συνοπτικός όρος για τις φλεγμονές τού ματιού, αλλ. οφθαλμία αρχ. επίθετο τής Αθηνάς, ως θεάς τής σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. πλευρ ίτιδa)] …

    Dictionary of Greek

  • 9παλαιστριαίος — παλαιστριαῑος, αία, ον (Α) αρμόδιος ή κατάλληλος για την παλαίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαίστρα + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλευρ ιαίος] …

    Dictionary of Greek

  • 10παλαστιαίος — παλαστιαῑος και παλαιστιαῑος και παλαιστημαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ίσο με μία παλάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαστή / παλαιστή + κατάλ. ιαίος (πρβλ. πλευρ ιαίος)] …

    Dictionary of Greek