περάτη
1περάτη — πέρατος fem nom/voc sg (attic epic ionic) περάτη farthest quarter fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2περάτῃ — πέρατος fem dat sg (attic epic ionic) περάτη farthest quarter fem dat sg (attic epic ionic) …
3περάτη — ἡ, Α (ενν. χώρα) το άκρο τού ουρανού που βρίσκεται απέναντι από την ανατολή, δηλαδή η δύση 2. το νότιο ημισφαίριο 3. (σπάν.) η ανατολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρατα, πληθ. τού πέρας πιθ. κατ επίδραση τών υπερθετικών σε ατος] …
4περατή — περᾱτή , περατός navigable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5περάτηι — περάτῃ , πέρατος fem dat sg (attic epic ionic) περάτῃ , περάτη farthest quarter fem dat sg (attic epic ionic) …
6περατῶν — περάτη farthest quarter fem gen pl περατής wanderer masc gen pl περᾱτῶν , περατός navigable fem gen pl περᾱτῶν , περατός navigable masc/neut gen pl περατόω limit pres part act masc voc sg (doric aeolic) περατόω limit pres part act neut… …
7Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …
8περάτας — περάτᾱς , πέρατος fem acc pl περάτᾱς , πέρατος fem gen sg (doric aeolic) περάτᾱς , περάτη farthest quarter fem acc pl περάτᾱς , περάτη farthest quarter fem gen sg (doric aeolic) …
9απεράτωτος — η, ο (Α ἀπεράτωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελείωτος 2. (για πόρτα) εκείνη που δεν έχει κλειστεί με τον περάτη, την αμπάρα αρχ. ο απεριόριστος …
10λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές …
- 1
- 2