περιαγής
1περιάγῃς — περϊάγῃς , περιάγω lead pres subj act 2nd sg …
2περιαγής — περιᾱγής , περιαγής broken in pieces masc/fem nom sg …
3περιαγής — ές, Α [περιάγνυμι] 1. ο σπασμένος σε κομμάτια 2. στρογγυλός («τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», Πλούτ.) 3. κυρτός («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», Πλούτ.) 4. ο κεκαμμένος, σε αντιδιαστολή προς τον ευθύ …
4περιαγῆ — περιᾱγῆ , περιαγής broken in pieces neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιᾱγῆ , περιαγής broken in pieces masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιᾱγῆ , περιαγής broken in pieces masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5περιαγεῖς — περϊᾱγεῖς , περιάγνυμι bend and break all round aor subj pass 2nd sg (epic) περιᾱγεῖς , περιαγής broken in pieces masc/fem acc pl περιᾱγεῖς , περιαγής broken in pieces masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
6περιαγές — περιᾱγές , περιαγής broken in pieces masc/fem voc sg περιᾱγές , περιαγής broken in pieces neut nom/voc/acc sg …
7συμπεριαγής — ές, Α αυτός που έχει καμφθεί ώστε να εφάπτεται με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιαγής «κυρτός, κεκαμμένος»] …
8περιαγέες — περιᾱγέες , περιαγής broken in pieces masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …
9περιαγέος — περιᾱγέος , περιαγής broken in pieces masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
10περιαγέσι — περιᾱγέσι , περιαγής broken in pieces masc/fem/neut dat pl …
- 1
- 2