περίσσιος
1περίσσιος — και περίσσος, α, ο, ΝΜ 1. αυτός που πλεονάζει, που περισσεύει, ο περισσός, ο υπεράριθμος («εις τα περίσσια ανάμεσα κεριά και τες λαμπάδες», Σολωμ.) 2. άφθονος, πολύ πλούσιος σε κάτι («έχουν περίσσια κάλλη», Σολωμ.) 3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο,… …
2περίσσιος, -ια, -ιο — 1. ο άφθονος, ο παραπανίσιος, ο πλούσιος: Και μερτικό περίσσιο απ όλα παίρνεις. 2. περιττός, άχρηστος: Έχεις στο σπίτι σου πολλά περίσσια πράγματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3περίσσα — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θήρας του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Εμπορείου. * * * και περίσσια και περισσά ΝΜ βλ. περίσσιος …
4περίσσια — επίρρ. βλ. περίσσιος …
5περίσσος — α, ο βλ. περίσσιος …
6περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …
7πλήθιος — α, ο, Ν 1. πολυπληθής, περίσσιος («που κρίματα έχει πλήθια», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλήθια τα πλήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσιος με επίδραση τού πλήθος] …
8έξτρα — ο, η, το άκλ. (λ. λατ.) 1. που είναι πέρα από το κανονισμένο, ο περίσσιος, ο παραπανίσιος: Μου πλήρωσε το μισθό και ένα ποσό έξτρα. 2. που έχει εξαιρετική ποιότητα, έξοχος, εξαίρετος: Η ρετσίνα σου είναι έξτρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9παραπανίσιος, -ια, -ιο — και παραπανιστός, ή, ό ο περίσσιος, περιττός: Τα παραπανίσια λόγια είναι φτώχεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10περίσσος — η, ο αυτός που ξεπερνά το κανονικό μέτρο, άφθονος, παραπανίσιος, περίσσιος: Όπου με βάνου ς λογισμό και σε περίσσα κάλλη (Σολωμός) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2