παω

  • 21ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …

    Dictionary of Greek

  • 22για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… …

    Dictionary of Greek

  • 23μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 24να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …

    Dictionary of Greek

  • 25προχωρώ — προχωρῶ, έω, ΝΜΑ 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ. γ. «πρὸς ἐμὴν χεῑρα προχωρῶν», Σοφ.) 2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 26πωπώ — και ποπό! Ν επιφώνημα που δηλώνει: α) έκπληξη, θαυμασμό («πωπώ, τί μεγάλο ψάρι είναι αυτό!») β) δυσαρέσκεια, αηδία («πωπώ, τί άσχημο κτήριο!») γ) στενοχώρια («πωπώ, τί κακό που μάς βρήκε!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάω! πάω! ως επιφών. πόνου ή, κατ άλλους… …

    Dictionary of Greek

  • 27Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …

    Dictionary of Greek

  • 28μπαίνω — μπήκα, μπασμένος 1. πάω κάπου μέσα, εισέρχομαι, εισχωρώ: Μπήκα στο αυτοκίνητο για να πάω μια βόλτα. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ: Μπήκες επιτέλους στο νόημα! …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 29πηγαίνω — πήγα, πηγεμένος και παγεμένος 1. πορεύομαι, πάω κάπου: Πήγα κι ήρθα τόσες φορές. 2. πάω συχνά, συχνάζω κάπου: Δεν πηγαίνω στο γήπεδο. 3. φεύγω, αναχωρώ: Είναι ώρα να πηγαίνουμε. 4. μτφ., βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση, εξελίσσομαι, καταντώ: Η… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 30σιγά — επίρρ. τροπ. 1. αθόρυβα, χαμηλόφωνα: Μιλούσε τόσο σιγά που δεν τον άκουγε κανένας. 2. με βραδύτητα: Το πλοίο πήγαινε πολύ σιγά και αργήσαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. 3. «σιγά σιγά», λίγο λίγο: Σιγά σιγά πέτυχε αυτό που ήθελε. 4. «σιγά!»,… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)