παω

  • 91μπουσουλώ — άω (κυρίως για τα βρέφη) μετακινούμαι χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, πάω με τα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μπούσουλας. Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τη ρουμ. επιρρμ. φράση de a buşilea «με τα τέσσερα»] …

    Dictionary of Greek

  • 92μπούσουλας — ο (Μ μπούσουλας): ναυτική πυξίδα νεοελλ. φρ. α) «πάω με τον μπούσουλα» ενεργώ με περίσκεψη β) «χάνω τον μπούσουλα» πέφτω σε πλήρη σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bussola] …

    Dictionary of Greek

  • 93ντορός — και τορός, ο 1. τα ίχνη στο χώμα από πατημασιές ανθρώπων ή ζώων 2. φρ. α) «πάω με τον ντορό» ακολουθώ τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν β) «έχασα τον ντορό» i) έχασα τον δρόμο μου ii) έχασα τις συνήθειες μου γ) «μπαίνω στον ντορό» παίρνω τη… …

    Dictionary of Greek

  • 94ντούκου — επίρρ. 1. τοις μετρητοίς 2. φρ. α) «περνώ κάτι στο ντούκου» δεν τό εξετάζω δεν τό υπολογίζω, τό παραβλέπω β) «[πάω] ντούκου» (σε χαρτοπαίγνιο) παραιτούμαι, παραχωρώ τη σειρά μου στον επόμενο παίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. πιθ. προέλευσης] …

    Dictionary of Greek

  • 95ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …

    Dictionary of Greek

  • 96ξεκινώ — άω 1. κινώ να πάω, εκκινώ, αναχωρώ για κάπου («ξεκινάει μια ψαροπούλα...») 2. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω («κι εις τούτο μ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κινῶ (αόρ. ἐξ εκίνησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος… …

    Dictionary of Greek

  • 97ξεμαθαίνω — 1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.) 2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει) …

    Dictionary of Greek

  • 98ξεσκάζω — και ξεσκάω και ξεσκάνω 1. απαλλάσσομαι από έγνοιες και φροντίδες, ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω («θα πάω έναν περίπατο για να ξεσκάσω») 2. σκάζω, ανοίγω με το βράσιμο («θα βράσω καλά το σιτάρι, ώσπου να ξεσκάσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκάζω / σκάνω …

    Dictionary of Greek

  • 99πάγω — και πάω βλ. πηγαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 100πάει — το (ποιητ. τ.) ο πηγεμός («στο πάει και στο έλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος τού γ προσ. τού ρ. πάω αντί τής προστ. πήγαινε για μετρ. λόγους (πρβλ. το πηγαινέλα < πήγαινε + έλα)] …

    Dictionary of Greek