παστώνω
1παστώνω — παστώνω, πάστωσα βλ. πίν. 3 …
2παστώνω — 1. [παστός (ΙΙ] τοποθετώ και διατηρώ σε αλάτι ή στην άλμη, κάνω κάτι παστό 2. φρ. «παστώνω στο ξύλο» δέρνω ανηλεώς …
3παστώνω — πάστωσα, παστώθηκα, παστωμένος, βάζω κάτι στο αλάτι, ταριχεύω: Το χοιρινό λίπος το παστώνουν οι χωρικοί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πάστωμα — το [παστώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παστώνω, η διατήρηση στο αλάτι ή στην άλμη …
5αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… …
6αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… …
7προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… …
8σκελετεύω — Α [σκελετός] 1. ξηραίνω, αποξηραίνω 2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω 3. ταριχεύω, βαλσαμώνω 4. παθ. σκελετεύομαι α) ξηραίνομαι β) φθείρομαι, καταστρέφομαι …
9ταριχοποιώ — έω, Α (σχετικά με ψάρια) αλατίζω, παστώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ποιῶ (< ποιός*)] …
10pastramă — PASTRÁMĂ, păstrămuri, s.f. Carne (de oaie, de capră, de porc, de gâscă etc.) sărată, afumată, uscată şi (puternic) condimentată, care serveşte ca aliment. ♢ expr. (fam.) A ţine (pe cineva) la pastramă = a ţine (pe cineva) închis un timp… …
- 1
- 2