παρὰ πόδας

  • 1πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …

    Dictionary of Greek

  • 2παραπόδας — ΝΑ επίρρ. παρά πόδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρα πόδας (πρβλ. καταπόδας)] …

    Dictionary of Greek

  • 3Thales de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …

    Wikipédia en Français

  • 4Thalos de milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …

    Wikipédia en Français

  • 5Thalès de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …

    Wikipédia en Français

  • 6Thalês — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …

    Wikipédia en Français

  • 7Θαλης — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …

    Wikipédia en Français

  • 8Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …

    Dictionary of Greek

  • 9ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …

    Dictionary of Greek

  • 10δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …

    Dictionary of Greek