παρελαύνω

  • 81διελαύνω — (AM διελαύνω) [ελαύνω] 1. οδηγώ, σέρνω κάποιον μέσα από κάτι ή κάπου, περνώ απέναντι 2. διαπερνώ, διατρυπώ πέρα ώς πέρα 3. (αμτβ.) διέρχομαι έφιππος αρχ. 1. διατρυπώ με λόγχη 2. (για ιππικό) α) διέρχομαι σε παράταξη, παρελαύνω β) εφορμώ, κάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 82ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …

    Dictionary of Greek

  • 83ζυγώ — (I) (Α ζυγῶ, έω) [ζυγόν] στέκομαι, τοποθετούμαι μαζί με άλλους παραπλεύρως κατά μέτωπο, στον ίδιο ζυγό, δηλ. στην ίδια ευθεία γραμμή παράταξης νεοελλ. φρ. «ζυγείτε επί δεξιά» παράγγελμα για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που… …

    Dictionary of Greek

  • 84πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 85παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …

    Dictionary of Greek

  • 86παρέλαση — η / παρέλασις, άσεως, ή ΝΑ [παρελαύνω] διέλευση μπροστά από κάτι ή κάποιον, το πέρασμα νεοελλ. (ειδικότερα) επιδεικτική διέλευση στρατιωτικών τμημάτων, οργανώσεων ή σχολείων κατά φάλαγγες ή κατά παραγωγή μπροστά από τον αρχηγό τους ή από τιμώμενο …

    Dictionary of Greek

  • 87παραμαξεύω — Α παρελαύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁμαξεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 88πομπεύω — ΝΑ [πομπή / πομπός] βρίζω με χυδαία σκώμματα, κοροϊδεύω, χλευάζω νεοελλ. 1. υποβάλλω σε διαπόμπευση, διαπομπεύω 2. διασύρω, εξευτελίζω δημόσια αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον ως πομπός, τόν οδηγώ στον δρόμο του, προπομπεύω* 2. οδηγώ πομπή 3. προχωρώ σε… …

    Dictionary of Greek

  • 89παρελάσασα — παρελάσᾱσα , παρελαύνω drive by aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 90παρέλαθεν — παραλανθάνω escape the notice of aor ind act 3rd sg παρέλᾱθεν , παραλανθάνω escape the notice of imperf ind act 3rd sg (doric) παρελαύνω drive by aor ind pass 3rd pl (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)