ο ναυτικός
1ναυτικός — of masc nom sg …
2ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… …
3ναυτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ναύτη ή το ναυτικό: Ναυτικός λαός. – Ναυτικό δίκαιο. – Ναυτική τέχνη. ο αυτός που έχει ως επάγγελμά του να υπηρετεί σε πλοίο: Ο πατέρας μου είναι ναυτικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Παληός, Αντώνιος — Ναυτικός, ιδιοκτήτης ιστιοφόρου και αργότερα εφοπλιστής. Ο Π. ήταν ο ιδρυτής της Ανώνυμης ελληνικής εταιρείας θαλασσίων επιχειρήσεων, γνωστής κυρίως ως Εταιρείας Παληού. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα ναυτιλιακά χρονικά της Ελλάδας. Ο μεγάλος αυτός… …
5ναυτικωτάτων — ναυτικός of fem gen superl pl ναυτικός of masc/neut gen superl pl …
6ναυτικωτέρων — ναυτικός of fem gen comp pl ναυτικός of masc/neut gen comp pl …
7ναυτικώτατον — ναυτικός of masc acc superl sg ναυτικός of neut nom/voc/acc superl sg …
8Σόρβολος, Αθανάσιος — Ναυτικός από την Κρήτη. Έζησε τον 15o αι. και μπήκε στην υπηρεσία των Βενετών. Έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο ο Καραβίτης εξαιτίας μιας τολμηρής πρωτοβουλίας του στη διάρκεια του πόλεμου της Βενετίας εναντίον του δούκα του Μιλάνου. Στην… …
9Ψαρός, Αντώνιος — Ναυτικός που καταγόταν από τη Μύκονο. Διετέλεσε πλοηγός του ρωσικού στόλου στις ελληνικές θάλασσες στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου οι Ρώσοι κατέλαβαν τις Κυκλάδες (1770 74). Στις αρχές του 1771 ο Ψ., μετά από αίτηση των… …
10ναυτικαῖς — ναυτικός of fem dat pl …