ο καθηγητής
1καθηγητής — guide masc nom sg …
2καθηγητής — ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) [καθηγοῡμαι] 1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ) 2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα… …
3καθηγητής — ο θηλ. καθηγήτρια αυτός που διδάσκει στις ανώτατες ή ανώτερες σχολές ή στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης: Σε κάθε γυμνάσιο οι περισσότεροι καθηγητές είναι οι φιλόλογοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Σταματάκος, Ιωάννης — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1898 1968). Καταγόταν από τη Λακωνία και σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Βερολίνου και της Οξφόρδης. Στο διάστημα 1917 1940 διατέλεσε καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και,… …
5Σπυριδάκης, Γεώργιος — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, λαογράφος (1906 1975). Καταγόταν από την Κρήτη, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και έπειτα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Διατέλεσε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης,… …
6Σαρεγιάννης, Ιωάννης — Καθηγητής της φυτοπαθολογίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας και συγγραφέας (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1898 Αθήνα 1962). Διατέλεσε διευθυντής του τμήματος φυτοπαθολογίας του υπουργείου Γεωργίας (1930 1956), γενικός διευθυντής του… …
7καθηγηταῖς — καθηγητής guide masc dat pl …
8καθηγηταί — καθηγητής guide masc nom/voc pl …
9καθηγητοῦ — καθηγητής guide masc gen sg …
10καθηγητᾶ — καθηγητής guide masc gen sg (doric aeolic) …