οὔτε
1οὔτε — and not indeclform (adverb) …
2ούτε — (ΑΜ οὔτε) (αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι… …
3ούτε — σύνδ. συμπλεκτ.: Ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι ούτε ο Αύγουστος χειμώνας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. — οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. См. Слово воробей, вылетит, назад не поймаешь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5οὕτε — ἕτε , ἵημι Ja c io aor imperat act 2nd pl ἕτε , ἵημι Ja c io aor ind act 2nd pl (epic ionic) …
6οὗτε — ὅστε who masc/neut gen sg …
7Οὔτε ἴππῳ χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτω χωρὶς λογισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. — См. Саврас без узды …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Τόπων μεταβολαὶ οὔτε φρόνησυν διδάσκουσιν, οὔτε ἀφροσυνην ἀφαιροῦνται. — τόπων μεταβολαὶ οὔτε φρόνησυν διδάσκουσιν, οὔτε ἀφροσυνην ἀφαιροῦνται. См. Ворона за море летала, а ума не стало …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9μέτρια — ούτε πολύ ούτε λίγο, με σωστή αναλογία, χωρίς υπερβολές: Στο ταξίδι πέρασα μέτρια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10κοὔθ' — οὔτε , οὔτε and not indeclform (adverb) οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …