οὐ δέξαιτ' ἄν

  • 1δέξαιτ' — δέξαιτο , δέχομαι take aor opt mid 3rd sg δέξαιτο , δείκνυμι bring to light aor opt mid 3rd sg (ionic) δέξαιτε , δείκνυμι bring to light aor opt act 2nd pl (ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ομφή — (I) ὀμφή, ἡ (Α) 1. φωνή θεού 2. χρησμός που δίδεται από το εσωτερικό ιερού τόπου, μαντείου («βίον κατ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν», Σοφ.) 3. γλυκιά και μελωδική, αρμονική φωνή 4. φωνή, ήχος («μύθων τ αὐδαθέντων δέξαιτ ὀμφάν», Ευρ.) 4. (κατά… …

    Dictionary of Greek