οἰόμενος

  • 1ὀιόμενος — ὀϊόμενος , οἴομαι forebode pres part mp masc nom sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2οἰόμενος — οἴομαι forebode pres part mp masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3мьнѣти — МЬН|ѢТИ (>1000), Ю, ИТЬ гл. Думать, полагать: ѡнѣмъ мн˫ащемъ ˫ако братии полѹнощьноѥ пѣниѥ съвьрьшающемъ. ЖФП XII, 46г; и вьси мьн˫ахѹ ѧко поразилъ и ѥсть бѣсъ. СкБГ XII, 21в; и дьржю тѧ въ рѹкѹ своѥю ныне ||егоже азъ мьнѧхъ въ поганьскахъ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 4CEDERE — viâ honoris genus, vide infra Via At Cedere bene ac feliciter, apud Arnobium, adv. Gentes, l. 3. Graecis εὐροεῖν et ε῟ν πλεῖν. quibus etiam res dicitur ὁδῷ βαδίζειν, quae ad finem suum, nullis impedimentis tardata perducitur. Plut. Pyrrho, καὶ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… …

    Dictionary of Greek

  • 6μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… …

    Dictionary of Greek

  • 7οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …

    Dictionary of Greek