ορίζω
1ορίζω — ορίζω, όρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ορίζω : η προστακτική αορίστου ορίστε χρησιμοποιείται και ως απάντηση σε κάλεσμα (π.χ. ορίστε, τι θέλετε;) ή ως ερώτηση (πώς;) επιφωνηματική έκφραση (να!) κτλ …
2ὁρίζω — divide pres subj act 1st sg ὁρίζω divide pres ind act 1st sg …
3ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω …
4ορίζω — όρισα, ορίστηκα, ορισμένος 1. βάζω όριο, σύνορο, καθορίζω τη θέση: Ο Έβρος ορίζει την Ελλάδα και την Τουρκία. 2. προσδιορίζω, καθορίζω χρονικά: Δεν ορίστηκε ακόμα η μέρα των εξετάσεων. 3. είμαι κύριος, εξουσιάζω: Αυτά τα νησιά τα ορίζει η Ελλάδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὡρίσθην — ὁρίζω divide plup ind mp 3rd dual ὁρίζω divide aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὁρίζω divide aor ind pass 1st sg ὁρίζω divide plup ind mp 3rd dual (homeric ionic) …
6ὁρίζεσθε — ὁρίζω divide pres imperat mp 2nd pl ὁρίζω divide pres ind mp 2nd pl ὁρίζω divide imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7ὁρίζετε — ὁρίζω divide pres imperat act 2nd pl ὁρίζω divide pres ind act 2nd pl ὁρίζω divide imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
8ὁρίζῃ — ὁρίζω divide pres subj mp 2nd sg ὁρίζω divide pres ind mp 2nd sg ὁρίζω divide pres subj act 3rd sg …
9ὁρίσουσιν — ὁρίζω divide aor subj act 3rd pl (epic) ὁρίζω divide fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁρίζω divide fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
10ὁρίσω — ὁρίζω divide aor subj act 1st sg ὁρίζω divide fut ind act 1st sg ὁρίζω divide aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …