οξύς
1ὀξύς — 2 sharp masc nom sg …
2οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …
3οξύς — ( έος), εία, ύ 1. αυτός που καταλήγει σε αιχμηρό άκρο, αλλ. μυτερός, σουβλερός: Οξύ βέλος, εργαλείο. 2. για όργανο που κόβει, ο κοφτερός: Οξύ μαχαίρι, ξυράφι κτλ. 3. μτφ., διαπεραστικός, λεπτός: Οξύ βλέμμα, οξεία κραυγή. 4. έντονος, ζωηρός:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6ὀξυτάτων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl …
7ὀξυτάτως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) …
8ὀξυτέρω — ὀξύς 2 sharp masc/neut nom/voc/acc dual ὀξύς 2 sharp masc/neut gen sg (doric aeolic) …
9ὀξυτέρων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl …
10ὀξυτέρως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) …