οι κάλτσες

  • 1ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 2κάλτσωμα — το [καλτσώνω] η ενέργεια τού καλτσώνω, τό να βάζει ένας κάλτσες σε κάποιον ή να φορεί ο ίδιος κάλτσες …

    Dictionary of Greek

  • 3Φερόες — Αρχιπέλαγος της Βόρειας Ευρώπης που ανήκει πολιτικά στη Δανία. Από το 1948 όμως έχει διοικητική αυτονομία και δικό του Κοινοβούλιο (Lagting). Αποτελείται από 22 μεγαλύτερα νησιά, από τα οποία μόνο 17 είναι κατοικημένα, και από πολυάριθμα άλλα… …

    Dictionary of Greek

  • 4ξεκαλτσώνω — ξεκάλτσωσα, ξεκαλτσώθηκα, ξεκαλτσωμένος 1. αφαιρώ, βγάζω τις κάλτσες κάποιου. 2. το μέσ., ξεκαλτσώνομαι βγάζω τις κάλτσες μου: Ξεκαλτσώθηκα και μπήκα στα νερά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 5Cypriot Greek — This article is about the modern Greek dialect of Cyprus. For the ancient Greek dialect, see Arcadocypriot. History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) …

    Wikipedia

  • 6Πανταλόνε — Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)·… …

    Dictionary of Greek

  • 7Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 8ακάλτσωτος — η, ο (και ακάρτσωτος, η, ο) [καλτσώνω] 1. αυτός που δεν φοράει κάλτσες, ξεκάλτσωτος 2. συνεκδ. ο ξυπόλυτος, ο πάμφτωχος 3. (πτηνό) που δεν έχει πούπουλα στα πόδια «κότα ακάλτσωτη» …

    Dictionary of Greek

  • 9αλλαξοποδαριάζω — [αλλαξοποδαριά] 1. επιδιορθώνω τις κάλτσες στην πατούσα τους 2. αλλάζω δρόμο, αλλαξοδρομώ …

    Dictionary of Greek

  • 10αμαντάριστος — η, ο [μαντάρω] (για ρούχα, κάλτσες κ.λπ.) αυτός που δεν μονταρίστηκε, δεν ράφτηκε σε μέρος φθαρμένο ή σκισμένο …

    Dictionary of Greek