οικοδομικός
1οἰκοδομικός — skilled in building masc nom sg …
2οικοδομικός — ή, ό (Α οἰκοδομικός, ή, όν) [οικοδόμος (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδομή ή στον οικοδόμο (α. «οικοδομικές επιχειρήσεις» β. «οἰκοδομικὰ ἔργα», πάπ.) 2. αυτός που χρησιμοποιείται για την ανέγερση οικοδομής, κατάλληλος για… …
3οικοδομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδόμηση: Οικοδομικό σχέδιο. 2. ο κατάλληλος για οικοδόμηση: Οικοδομικά υλικά. 3. το θηλ. ως ουσ., οικοδομική η τέχνη της σχεδίασης και εκτέλεσης οικοδομικών έργων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4οἰκοδομικά — οἰκοδομικός skilled in building neut nom/voc/acc pl οἰκοδομικά̱ , οἰκοδομικός skilled in building fem nom/voc/acc dual οἰκοδομικά̱ , οἰκοδομικός skilled in building fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5οἰκοδομικῶν — οἰκοδομικός skilled in building fem gen pl οἰκοδομικός skilled in building masc/neut gen pl …
6οἰκοδομικόν — οἰκοδομικός skilled in building masc acc sg οἰκοδομικός skilled in building neut nom/voc/acc sg …
7οἰκοδομικαῖς — οἰκοδομικός skilled in building fem dat pl …
8οἰκοδομικοῖς — οἰκοδομικός skilled in building masc/neut dat pl …
9οἰκοδομικοί — οἰκοδομικός skilled in building masc nom/voc pl …
10οἰκοδομικοῦ — οἰκοδομικός skilled in building masc/neut gen sg …