οικογενειάρχης
1οικογενειάρχης — ο 1. ο αρχηγός τής οικογένειας, ιδίως ο πατέρας 2. αυτός που έχει οικογένεια («οικογενειάρχης άνθρωπος και δεν δουλεύει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οικογένεια + άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …
2οικογενειάρχης — ο ο αρχηγός της οικογένειας, ο πατέρας: Είναι φτωχός οικογενειάρχης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …
4νοικοκύρης — ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκερά (Μ νοικοκύρης και νοικοκύρις) οικοδεσπότης («κι ο νοικοκύρης τού σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης μισθωμένου ακινήτου, σπιτονοικοκύρης 2. σύζυγος 3. κύριος, αφέντης κάποιου 4.… …
5φαμελίτης — ο, θηλ. φαμελίτισσα, Ν οικογενειάρχης και ιδίως αυτός που έχει πολυμελή οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαμελιά + επίθημα ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)] …
6φτωχοφαμελίτης — ο, θηλ. φτωχοφαμελίτισσα, Ν φτωχός οικογενειάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοφαμελιά + κατάλ. ίτης*] …
7Κιντ, Τόμας — (Thomas Kyd, Λονδίνο 1558 – 1594). Άγγλος δραματικός συγγραφέας. Ακολούθησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του συμβολαιογράφου πατέρα του, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την ανάγνωση των κλασικών και τη μελέτη των γλωσσών. Σε αυτόν αποδίδεται η πρώτη …
8φαμελίτης — ο θηλ. ισσα αυτός που έχει οικογένεια, οικογενειάρχης και μάλιστα ο πολύτεκνος, φαμελιάρης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9φτωχοφαμελίτης — ο θηλ. ισσα ο φτωχός οικογενειάρχης, ο αρχηγός φτωχής φαμίλιας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)