ξινός
31υπόξινος — η, ο, Ν ο κάπως ξινός, ξινούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + όξινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …
32όξινος — και όξεινος, η, ο (ΑΜ ὄξινος, ίνη, ον, Μ αρσ. και ὄξυνος) αυτός που έχει τη γεύση τού όξους, τού ξιδιού, ο ξινός νεοελλ. 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οξέα ή έχει τις ιδιότητες τών οξέων (α. «όξινη αντίδραση» β. «όξινο άλας» γ. «όξινο …
33ύποξυς — υ, Α [ὀξύς] ο κάπως ξινός, υπόξινος …
34γλυκόξινος — η, ο ο ξινός μαζί και γλυκός: Γλυκόξινη σάλτσα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
35ξινίζω — ξίνισα, ξινίστηκα, ξινισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι ξινό. 2. για κρασί, μεταβάλλω σε ξίδι: Αυτό το βαρέλι μάς το ξίνισε το κρασί. 3. αμτβ., γίνομαι ξινός, μεταβάλλομαι σε ξίδι. 4. το μέσ., ξινίζομαι νιώθω έντονα τη γεύση του ξινού. 5. μτφ.,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
36ξινόγλυκος, -η — και ια, ο ο ξινός και γλυκός μαζί: Μήλα ξινόγλυκα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
37στρυφνός — ή, ό επίρρ. ά 1. ξινός, τσουχτερός (στη γεύση). 2. δύστροπος, ανάποδος: Έχει στρυφνό χαρακτήρα. 3. δυσνόητος: Αυτό το κείμενο είναι στρυφνό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
38υπόξινος — η, ο κάπως ξινός, ξινούτσικος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)