ξινός
21οξίνης — ὀξίνης, ὁ (Α) 1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.) 2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι 3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην …
22οξινίζω — [όξινος] 1. ξινίζω, καθιστώ κάτι ξινό 2. γίνομαι ξινός …
23οξυζώμιον — ὀξυζώμιον, τὸ (Α) [οξύζωμος] ξινός ζωμός …
24οξύγλυκυς — ὀξύγλυκυς, γλύκεια, υ, θηλ. και υς (Α) 1. ξινός και γλυκός ταυτόχρονα, ξινόγλυκος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύγλυκυ ποτό από ξίδι και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γλυκύς] …
25οξύκρατον — ὀξύκρατον, ιων. τ. όξύκρητον, τὸ (Α) ξινός οίνος αναμεμιγμένος με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. *οξύκρατος < οξυ * + κρᾱτος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι), πρβλ. μελί κρατον] …
26οξύπικρος — η, ο (Α ὀξύπικρος, ον) ξινός και πικρός μαζί, ξινόπικρος …
27οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …
28οξώδης — ὀξώδης, ῶδες (Α) [όξος] όξινος, ξινός, όμοιος με ξίδι …
29σοκολάτα — Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει:… …
30υποξίζω — Α (κυρίως για ψωμί) είμαι κάπως ξινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀξίζω «ξινίζω»] …