ξινός

  • 11μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… …

    Dictionary of Greek

  • 12μπρούσκος — α, ο (για κρασί) δριμύς στη γεύση, στυφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brusco «στυφός, ξινός»] …

    Dictionary of Greek

  • 13ξινάδα — η [ξινός] 1. η ιδιότητα τού ξινού, οξύτητα, ξινίλα 2. χαρακτηριστική γεύση τού στόματος ή κατάσταση τού στομάχου που παρέχει την αίσθηση τού ξινού, ξινίλα 3. οξυρεγμία, ρέψιμο ξινίλας …

    Dictionary of Greek

  • 14ξινήθρα — Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη… …

    Dictionary of Greek

  • 15ξινίλα — η 1. η ιδιότητα και η αίσθηση τού ξινού, οξύτητα, ξινή γεύση, ξινάδα 2. γεύση τού στόματος ή κατάσταση τού στομάχου που παρέχει την αίσθηση τού ξινού, ξινίλα 3. ρέψιμο που προσδίδει ξινή γεύση στο στόμα, οξυρεγμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξινός + κατάλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 16ξινοφαίνομαι — φρ. «μού ξινοφαίνεται» μού κοκοφαίνεται, δυσαρεστούμαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξινός + φαίνομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 17ξινό — το βλ. ξινός …

    Dictionary of Greek

  • 18ξινόγλυκος — η, ο γλυκός και ταυτόχρονα ξινός …

    Dictionary of Greek

  • 19ομφάκη — ὀμφάκη, ἡ (Α) [ὄμφαξ] πικρός και ξινός οίνος που παρασκευάζεται από άγουρα σταφύλια …

    Dictionary of Greek

  • 20οξάλειος — ὀξάλειος, ον (Α) [οξαλίς, ίδος] 1. όξινος, ξινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξάλεια (κατά τον Ησύχ.) «εῑδος σύκων» …

    Dictionary of Greek