ξεριζώνω
1ξεριζώνω — ξεριζώνω, ξερίζωσα βλ. πίν. 3 …
2ξεριζώνω — 1. τραβώ και βγάζω βίαια ένα φυτό από το χώμα μαζί με τις ρίζες του 2. μτφ. καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, αφανίζω, ξεκληρίζω 3. μτφ. διώχνω βίαια και οριστικά ανθρώπους από τον τόπο τής κατοικίας τους, από την πατρίδα τους, εκπατρίζω («οι Τούρκοι …
3ξεριζώνω — ξερίζωσα, ξεριζώθηκα, ξεριζωμένος 1. βγάζω φυτό ή δέντρο με τις ρίζες του: Φέτος το ξεριζώσαμε το αμπέλι μας. 2. μτφ., καταστρέφω, αφανίζω: Ξεριζώθηκε ο Ελληνισμός του Πόντου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ξαμπελώνω — ξεριζώνω τους κορμούς τών κλημάτων, μεταβάλλω αμπελώνα σε αγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αμπέλι] …
5ξεβοτανίζω — ξεριζώνω και μαζεύω τα άγρια χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα στα ήμερα, βοτανίζω, ξεχορτιαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ βοτανίζω (αόρ. ἐξ εβοτάνισα) (βλ. και λ. ξ[ε] *)] …
6ξεχορταριάζω — ξεριζώνω τα άγρια και άχρηστα χορτάρια από καλλιεργήσιμη γη, βοτανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χορταριάζω] …
7σουρομαδώ — ξεριζώνω τις τρίχες της κεφαλής μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… …
9εκριζώνω — και ξεριζώνω (AM ἐκριζῶ, όω) 1. αποσπώ κάτι από τη ρίζα, ξεριζώνω 2. μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω («ο ελληνισμός τής Μικράς Ασίας ξεριζώθηκε») …
10προαπορριζώ — όω, Α ξεριζώνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπορριζῶ «ξεριζώνω»] …