ξεδιπλώνω

  • 1ξεδιπλώνω — ξεδιπλώνω, ξεδίπλωσα βλ. πίν. 3 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2ξεδιπλώνω — (Μ ξεδιπλώνω) ανοίγω κάτι διπλωμένο, απλώνω («τες σημαίες τους ξεδιπλώνουν», Σολωμ.) νεοελλ. 1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω («μη ξεδιπλώνεις το παιδί, γιατί θα κρυώσει») 2. φρ. «τήν ξεδιπλώνω» χορταίνω («βαστώ ένα τόλορο αργυρό και φτάνει μας… …

    Dictionary of Greek

  • 3ξεδιπλώνω — ξεδίπλωσα, ξεδιπλώθηκα, ξεδιπλωμένος, ανοίγω κάτι που είναι διπλωμένο: Οι σημαίες οι φοβερές, της λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα (Σικελιανός) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4αναπετάννυμι — και ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και ύω και ἀναπετῶ) [πετάννυμι] 1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος* αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο αρχ. 1. φανερώνω, εκθέτω 2. διαχέω,… …

    Dictionary of Greek

  • 5αναπετάσω — αναπετάννυμι*, ανοίγω διάπλατα, ξεδιπλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπέτασα, αόρ. τού ἀναπετάννυμι. ΠΑΡ. αναπέταση] …

    Dictionary of Greek

  • 6αναπλώ — ἀναπλῶ ( όω) (AM) ξεδιπλώνω, ανοίγω αρχ. 1. κάνω κάτι να διαχυθεί, να διαδοθεί 2. απλοποιώ με μαθηματική αναγωγή 3. εξηγώ, διευκρινίζω, διαλευκαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 7αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 8ανατυλίσσω — ἀνατυλίσσω (Α) 1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω 2.ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ …

    Dictionary of Greek

  • 9ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 10ανελίσσω — ἀνελίσσω κ. ίττω (Α) 1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 2. αναπτύσσω, αναλύω 3. μελετώ, ερμηνεύω 4. κάνω κάτι να κινηθεί προς τα πίσω, κινώ (πόδα) 5. κάνω να στρέφεται, περιστρέφω 6. μτφ. περιδινώ, οδηγώ εδώ κι εκεί, διαμορφώνω με τρόπο περίπλοκο …

    Dictionary of Greek