-
1 вновь
вновьнареч1. (снова) ξανά, ἐκνέου, πάλι:увидеться \вновь νά ξαναιδωθοῦμε·2. (недавно, только что) μόλις, πρόσφατα, ἐσχάτως. -
2 когда-то
когда-тонареч1. (в прошлом) κάποτε, τό πάλαι:\когда-то я читал эти книги κάποτε τά είχα διαβάσει αὐτά τά βιβλία·2. (в будущем) κάποτε:\когда-то еще мы увидимся! ποιος ξέρει πότε θά ξαναΐδωθοὐμε!
См. также в других словарях:
ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου … Dictionary of Greek